ἀπόφευξις: Difference between revisions
Δέσποινα γὰρ γέροντι νυμφίῳ γυνή → Mulier fit domina sponso, simulac senuerit → Die Frau beherrscht, sobald er alt, den Bräutigam
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=εως (ἡ) :<br />action d'échapper.<br />'''Étymologie:''' [[ἀποφεύγω]]. | |btext=εως (ἡ) :<br />action d'échapper.<br />'''Étymologie:''' [[ἀποφεύγω]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀπόφευξις:''' εως ἡ избавление, избежание, юр. (тж. ἀ. δίκης Arph.) оправдание по суду Plut. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 27: | Line 30: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀπόφευξις:''' ή [[ἀπόφυξις]], -εως, ἡ, [[διαφυγή]], [[αποφυγή]], μέσα αποφυγής· [[ἀπόφευξις]] δίκης, [[αθώωση]], σε Αριστοφ. | |lsmtext='''ἀπόφευξις:''' ή [[ἀπόφυξις]], -εως, ἡ, [[διαφυγή]], [[αποφυγή]], μέσα αποφυγής· [[ἀπόφευξις]] δίκης, [[αθώωση]], σε Αριστοφ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj |
Revision as of 18:20, 3 October 2022
English (LSJ)
or ἀπό-φυξις (cod. Rav. in Ar.V.558,562,645 and Nu.874, cf. D.Chr.1.41), εως, ἡ, escaping, means of getting off, ἀ. δίκης acquittal, Ar.Nu.l.c., al., cf. Antipho 5.66.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
• Alolema(s): ἀπόφυξις Lys.New Fr.Phot.14, D.Chr.12.76
arte de escapar, escapatoria, huida δίκης Ar.Nu.874, Lys.l.c., cf. Ar.V.558, Antipho 5.66, κακῶν D.Chr.1.41, 12.76, ἀποστασίου Poll.6.179
•medic. salida, expulsión ἐμβρύου Hp.Prorrh.2.22.
German (Pape)
[Seite 334] ἡ, das Entfliehen, Ar. Vesp. 558; δίκης, das Losgesprochenwerden vor Gericht, Nubb. 864; Antiph. 5, 66. Vgl. ἀπόφυξις.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
action d'échapper.
Étymologie: ἀποφεύγω.
Russian (Dvoretsky)
ἀπόφευξις: εως ἡ избавление, избежание, юр. (тж. ἀ. δίκης Arph.) оправдание по суду Plut.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπόφευξις: ἢ ἀπόφυξις (κατὰ τὸ τῆς Ραβ. χειρόγρ. ἐν Ἀριστοφ. Σφ. 558, 562, 645), εως, ἡ, διαφυγή, ἀποφυγή, μέσα πρὸς ἀποφυγὴν, ἀπόφευξις δίκης ἀθῴωσις Ἀριστοφ. Νεφ. 874, πρβλ. Ἀντιφῶν 137.13.
Greek Monolingual
ἀπόφευξις, η (Α)
αποφυγή καταδίκης.
Greek Monotonic
ἀπόφευξις: ή ἀπόφυξις, -εως, ἡ, διαφυγή, αποφυγή, μέσα αποφυγής· ἀπόφευξις δίκης, αθώωση, σε Αριστοφ.
Middle Liddell
ἀποφεύγω
an escaping, means of getting off, ἀπ. δίκης acquittal, Ar.