ἁβροχίτων: Difference between revisions

From LSJ

ἐὰν δ' ἔχωμεν χρήμαθ', ἕξομεν φίλους → if we have money, then we will have friends | if we have money, we shall have friends

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ωνος (ὁ, ἡ)<br />à la molle couverture (lit).<br />'''Étymologie:''' [[ἁβρός]], [[χιτών]].
|btext=ωνος (ὁ, ἡ)<br />à la molle couverture (lit).<br />'''Étymologie:''' [[ἁβρός]], [[χιτών]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἁβροχίτων:''' ωνος (ῐ) adj.<br /><b class="num">1)</b> [[устланный мягкими покрывалами]] (εὐναί Aesch.);<br /><b class="num">2)</b> [[в одежде из мягкой ткани]] Anth.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἁβροχίτων:''' [ῐ], -ωνος, ὁ, ἡ, αυτός που έχει [[λεπτό]] ή μαλακό χιτώνα, αυτός που είναι ντυμένος αβρά, λεπτά, σε Ανθ.· <i>εὐνὰς ἁβροχίτωνας</i>, κρεβάτια που έχουν απαλά καλύμματα, σκεπάσματα, σε Αισχύλ.
|lsmtext='''ἁβροχίτων:''' [ῐ], -ωνος, ὁ, ἡ, αυτός που έχει [[λεπτό]] ή μαλακό χιτώνα, αυτός που είναι ντυμένος αβρά, λεπτά, σε Ανθ.· <i>εὐνὰς ἁβροχίτωνας</i>, κρεβάτια που έχουν απαλά καλύμματα, σκεπάσματα, σε Αισχύλ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἁβροχίτων:''' ωνος (ῐ) adj.<br /><b class="num">1)</b> [[устланный мягкими покрывалами]] (εὐναί Aesch.);<br /><b class="num">2)</b> [[в одежде из мягкой ткани]] Anth.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=<br />in [[soft]] [[tunic]], [[softly]] clad, Anth.; εὐνὰς ἁβροχίτωνας beds with [[soft]] coverings, Aesch.
|mdlsjtxt=<br />in [[soft]] [[tunic]], [[softly]] clad, Anth.; εὐνὰς ἁβροχίτωνας beds with [[soft]] coverings, Aesch.
}}
}}

Revision as of 18:35, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἁβροχίτων Medium diacritics: ἁβροχίτων Low diacritics: αβροχίτων Capitals: ΑΒΡΟΧΙΤΩΝ
Transliteration A: habrochítōn Transliteration B: habrochitōn Transliteration C: avrochiton Beta Code: a(broxi/twn

English (LSJ)

[ῐ], ωνος, ὁ, ἡ, in soft tunic, softly clad, AP9.538; epithet of Dionysus, Inscr.Cos5.11; εὐνὰς ἁβροχίτωνας beds with soft coverings, A.Pers.543.

Spanish (DGE)

-ωνος
• Alolema(s): ἁβροκίτων Lindos 197f.5 (II a.C.)
• Prosodia: [-ῐ-]
1 de finos y costosos cobertores εὐναί A.Pers.543.
2 de fina o suave túnica ὁ φύλαξ AP 9.538, de dioses: de Dioniso ICos EV 234.11 (I a.C.), Lindos l.c., Ἔρως Nonn.D.25.160, ἁβροχίτων ἀσίδηρος ... Ἀθήνη Nonn.D.2.708, ἁβροχίτων ἀσίδηρος ἄναξ de Jesucristo, Nonn.Par.Eu.Io.18.6.

German (Pape)

[Seite 5] ωνος, εὐναί, Lager, mit weichen Decken, Aesch. Pers. 535; mit prunkendem Gewand, Ep. ad. A. P. IX, 538; Διόνυσος Nonn. D. 43, 441; Μαιῶται Orph. Arg. 1063.

French (Bailly abrégé)

ωνος (ὁ, ἡ)
à la molle couverture (lit).
Étymologie: ἁβρός, χιτών.

Russian (Dvoretsky)

ἁβροχίτων: ωνος (ῐ) adj.
1) устланный мягкими покрывалами (εὐναί Aesch.);
2) в одежде из мягкой ткани Anth.

Greek (Liddell-Scott)

ἁβροχίτων: [ῐ], ωνος, ὁ, ἡ, μετὰ μαλακοῦ χιτῶνος, ἁβρῶς ἐνδεδυμένος. Ἀνθ. Π. 9. 538· ― εὐνὰς ἁβροχίτωνας· κλίνας ἢ κοίτας μετὰ μαλακῶν σκεπασμάτων Αἰσχύλ. Πέρσ. 543.

Greek Monotonic

ἁβροχίτων: [ῐ], -ωνος, ὁ, ἡ, αυτός που έχει λεπτό ή μαλακό χιτώνα, αυτός που είναι ντυμένος αβρά, λεπτά, σε Ανθ.· εὐνὰς ἁβροχίτωνας, κρεβάτια που έχουν απαλά καλύμματα, σκεπάσματα, σε Αισχύλ.

Middle Liddell


in soft tunic, softly clad, Anth.; εὐνὰς ἁβροχίτωνας beds with soft coverings, Aesch.