ἁλίρροθος: Difference between revisions

From LSJ

βάκτρῳ δ' ἐρείδου περιφερῆ στίβον χθονός → support with a staff your steps that waver on the ground

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui résonne du bruit de la mer.<br />'''Étymologie:''' [[ἅλς]]¹, [[ῥόθος]].
|btext=ος, ον :<br />qui résonne du bruit de la mer.<br />'''Étymologie:''' [[ἅλς]]¹, [[ῥόθος]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἁλίρροθος:''' [[оглашаемый шумом моря]] (πόροι Aesch., Soph.; [[ἀκτή]] Eur.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἁλίρροθος:''' -ον, = το προηγ., <i>ἁλ. πόροι</i>, οι πορθμοί της ορμητικής θάλασσας, σε Αισχύλ.
|lsmtext='''ἁλίρροθος:''' -ον, = το προηγ., <i>ἁλ. πόροι</i>, οι πορθμοί της ορμητικής θάλασσας, σε Αισχύλ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἁλίρροθος:''' [[оглашаемый шумом моря]] (πόροι Aesch., Soph.; [[ἀκτή]] Eur.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj

Revision as of 18:40, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἁλίρροθος Medium diacritics: ἁλίρροθος Low diacritics: αλίρροθος Capitals: ΑΛΙΡΡΟΘΟΣ
Transliteration A: halírrothos Transliteration B: halirrothos Transliteration C: alirrothos Beta Code: a(li/rroqos

English (LSJ)

ον, = ἁλιρρόθιος (dashed over by the sea, sea-beaten, roaring) ; ἁ. πόροι pathways of the roaring sea, A. Pers. 367, cf. S. Aj. 412 (lyr.) ; ἁλίρροθος ἀκτή E. Hipp. 1205, Mosch. 2.132.

Spanish (DGE)

-ον
• Prosodia: [ᾰ-]
de oleaje resonante πόροι ἁλίρροθοι estrechos en los que el mar resuena A.Pers.367, S.Ai.412, ἀκτή E.Hipp.1205, Mosch.2.132.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui résonne du bruit de la mer.
Étymologie: ἅλς¹, ῥόθος.

Russian (Dvoretsky)

ἁλίρροθος: оглашаемый шумом моря (πόροι Aesch., Soph.; ἀκτή Eur.).

Greek (Liddell-Scott)

ἁλίρροθος: ον = τῷ προηγ., ἁλ. πόροι = τὰ ῥοχθοῦντα στενὰ ἢ περάσματα, πορθμοὶ τῆς θορυβούσης θαλάσσης, Αἰσχύλ. Περσ. 367· πρβλ. Σοφ. Αἴ. 412 (λυρ.)· ὡσαύτως ἁλ. ἀκτή, Εὐρ. Ἱππ. 1205. Μόσχ. 2.128· πρβλ. ἁλίκλυστος, ἁλίκτυπος.

Greek Monolingual

ἁλίρροθος, -ον (AM)
1. αυτός που χτυπιέται από βουερά κύματα, που βρίσκεται μέσα στη φουρτουνιασμένη θάλασσα
2. (για τη θάλασσα) αυτός που κάνει θόρυβο, που βουίζει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἁλι- (< ἅλς) + -ροθος < ῥόθος «θόρυβος»].

Greek Monotonic

ἁλίρροθος: -ον, = το προηγ., ἁλ. πόροι, οι πορθμοί της ορμητικής θάλασσας, σε Αισχύλ.

Middle Liddell

= ἁλιρρόθιος, from ἁλς, ῥόθος.]
ἁλ. πόροι the pathways of the raging sea, Aesch.

English (Woodhouse)

lashed by the sea, laved by the sea, washed by the sea

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)