ἁλίπλαγκτος: Difference between revisions
ἐμοῦ θανόντος γαῖα μιχθήτω πυρί → after me let earth mix with fire | after my death let all hell break loose | after me, the deluge
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br />qui erre au bord de la mer.<br />'''Étymologie:''' [[ἅλς]]¹, [[πλάζω]]. | |btext=ος, ον :<br />qui erre au bord de la mer.<br />'''Étymologie:''' [[ἅλς]]¹, [[πλάζω]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἁλίπλαγκτος:''' [[странствующий по морям]] ([[Πάν]] Soph.; δικτυβολοι, [[Τρίτων]] Anth.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 27: | Line 30: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἁλίπλαγκτος:''' -ον (ἅλς, πλάζομαι), αυτός που περιπλανιέται στη [[θάλασσα]], σε Σοφ., Ανθ. | |lsmtext='''ἁλίπλαγκτος:''' -ον (ἅλς, πλάζομαι), αυτός που περιπλανιέται στη [[θάλασσα]], σε Σοφ., Ανθ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[ἅλς, πλάζομαι]<br />[[roaming]] the sea, Soph., Anth. | |mdlsjtxt=[ἅλς, πλάζομαι]<br />[[roaming]] the sea, Soph., Anth. | ||
}} | }} |
Revision as of 18:48, 3 October 2022
English (LSJ)
ον, sea-roaming, ὦ Π άν, Πὰν ἁλίπλαγκτε . . φάνηθι S.Aj.695; Τρίτων AP6.65 (Paul. Sil.); ἔχις IG2.1660.
Spanish (DGE)
-ον
• Prosodia: [ᾰ-]
1 que vaga por el mar Πάν S.Ai.695, Τρίτων AP 6.65 (Paul.Sil.), ἔχις Orác. en SEG 30.175.15 (Atenas IV a.C.), δικτυβόλοι AP 6.4 (Leon.), cf. Nonn.D.3.245.
2 subst. ὁ ἁ. marinero A.R.2.11.
German (Pape)
[Seite 97] meerdurchirrend, Τρίτων Paul. Sil. 51 (VI, 65). Bei Ap. Rh. 2, 11 Schiffer, wie Leon. Tar. 25 (VI, 4); Opp. Hal. γενέθλη 1, 439; μάκαρες 4, 582; bei Orph. Arg. πορεία 1302. – Bei Soph. Ai. 680 heißt Pan so, der am Meere herumschweift; 594 aber Σάλαμις, meerumwogt; doch wollen andere ἁλίπλακτος lesen.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui erre au bord de la mer.
Étymologie: ἅλς¹, πλάζω.
Russian (Dvoretsky)
ἁλίπλαγκτος: странствующий по морям (Πάν Soph.; δικτυβολοι, Τρίτων Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
ἁλίπλαγκτος: ον ὁ παρὰ τὴν θάλασσαν πλανώμενος, ὧ Πάν, Πὰν ἁλίπλαγκτε..., φάνηθι, προσεύχεται ὁ χορὸς τῶν Ἑλλήνων ναυτῶν ἐν Τροίᾳ (οὕτω κατωτέρω ὁ Ἀπόλλων καλεῖται νὰ ἔλθῃ, Ἰκαρίων ὑπὲρ πελαγέων), Σοφ. Αἴ. 695· ἐπὶ τοῦ Τρίτωνος Ἀνθ. Π. 6. 65· ἔχις ἁλ., Ἐπιγράμμ. Ἑλλ. 1033.15· - πρβλ. ἁλίπληκτος.
Greek Monolingual
ἁλίπλαγκτος, -ον (Α)
αυτός που περιπλανιέται, περιφέρεται στη θάλασσα ή κοντά σ’ αυτήν.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἁλι- (< ἃλς) + ρηματ. επίθ. πλαγκτός < πλάζω «κάνω κάποιον να περιπλανιέται»].
Greek Monotonic
ἁλίπλαγκτος: -ον (ἅλς, πλάζομαι), αυτός που περιπλανιέται στη θάλασσα, σε Σοφ., Ανθ.
Middle Liddell
[ἅλς, πλάζομαι]
roaming the sea, Soph., Anth.