ἐδητύς: Difference between revisions

From LSJ

Δούλου γὰρ οὐδὲν χεῖρον οὐδὲ τοῦ καλοῦ → Res nulla servo peior est, etiam bono → Ein Sklave ist das schlechteste, selbst wenn er gut

Menander, Monostichoi, 133
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ύος (ἡ) :<br />le manger ; nourriture <i>en gén.</i><br />'''Étymologie:''' [[ἔδω]].
|btext=ύος (ἡ) :<br />le manger ; nourriture <i>en gén.</i><br />'''Étymologie:''' [[ἔδω]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἐδητύς:''' ύος ἡ Hom. = [[ἔδεσμα]].
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 30: Line 33:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐδητύς:''' -ύος, ἡ, [[τροφή]], [[φαγητό]], ([[ἔδω]]), σε Όμηρ.
|lsmtext='''ἐδητύς:''' -ύος, ἡ, [[τροφή]], [[φαγητό]], ([[ἔδω]]), σε Όμηρ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐδητύς:''' ύος ἡ Hom. = [[ἔδεσμα]].
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[ἐδητύς]], ύος<br />[[meat]], [[food]], (ἔδὠ Hom.
|mdlsjtxt=[[ἐδητύς]], ύος<br />[[meat]], [[food]], (ἔδὠ Hom.
}}
}}

Revision as of 18:59, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐδητύς Medium diacritics: ἐδητύς Low diacritics: εδητύς Capitals: ΕΔΗΤΥΣ
Transliteration A: edētýs Transliteration B: edētys Transliteration C: editys Beta Code: e)dhtu/s

English (LSJ)

ύος, ἡ, meat, food, in Hom. always in phrase, αὐτὰρ ἐπεὶ πόσιος καὶ ἐδητύος ἐξ ἔρον ἕντο = but when they had put from them the desire for food and drink Il.1.469, etc.; exc. Od.6.250 δηρὸν γὰρ ἐδητύος ἦεν ἄπαστος = for long had he been without taste of food.

Spanish (DGE)

-ύος, ἡ
comida, alimento πόσιος καὶ ἐδητύος ἐξ ἔρον ἕντο Il.1.469, h.Ap.513, cf. Il.11.780, h.Cer.200, δηρὸν γὰρ ἐδητύος ἦεν ἄπαστος Od.6.250, οὐδὲ γὰρ αὐτῶν ἔτλη τις πάσσασθαι ἐδητύος ninguno de ellos se atrevió a tomar alimento A.R.1.1072, cf. 2.228, 269, ἐδητύος ἰσχανόωντες Q.S.4.221, ἵμερον ... ἐδητύος Orph.L.723, cf. Opp.H.1.135, 3.455.

German (Pape)

[Seite 715] ύος, ἡ, Speise, Essen, Od. 4, 788 u. öfter, neben πόσις; übh. Nahrung, 6, 250.

French (Bailly abrégé)

ύος (ἡ) :
le manger ; nourriture en gén.
Étymologie: ἔδω.

Russian (Dvoretsky)

ἐδητύς: ύος ἡ Hom. = ἔδεσμα.

Greek (Liddell-Scott)

ἐδητύς: -ύος, ἡ, τροφή, φαγητόν, παρ’ Ὁμήρῳ ἀείποτε ἐν τῇ φράσει: πόσιος καὶ ἐδητύος ἐξ ἔρον ἕντο, ἐκορέσθησαν ἐσθίοντες καὶ πίνοντες, Ἰλ. Α. 469. κτλ.· πλὴν ἐν Ὀδ. Ζ. 250, δηρὸν γὰρ ἐδητύος ἦεν ἄπαστος.

English (Autenrieth)

ύος (ἔδω): food.

Greek Monolingual

ἐδητύς, η (Α)
φαγητὸ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < έδω. Η λ. μαρτυρείται μόνο στη γενική και κυρίως στην πολύ συνήθη ομηρική φράση: «πόσιος και εδητύος εξ έρον έντο». Η προέλευση του -η- στον τ. είναι αβέβαιη. Πιθ. η λ. σχηματίστηκε αναλογικά προς τα αγορητύς, βοητύς κ.ά.].

Greek Monotonic

ἐδητύς: -ύος, ἡ, τροφή, φαγητό, (ἔδω), σε Όμηρ.

Middle Liddell

ἐδητύς, ύος
meat, food, (ἔδὠ Hom.