ἐκφλόγωσις: Difference between revisions
ἔνδον γὰρ ἁνὴρ ἄρτι τυγχάνει, κάρα στάζων ἱδρῶτι καὶ χέρας ξιφοκτόνους → yes, the man is now inside, his face and hands that have slaughtered with the sword dripping with sweat
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0785.png Seite 785]] ἡ, das Verbrennen, D. Sic. 17, 115. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0785.png Seite 785]] ἡ, das Verbrennen, D. Sic. 17, 115. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐκφλόγωσις:''' εως ἡ [[зажигание]], [[воспламенение]] Diod. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 21: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἐκφλόγωσις]], η (AM)<br />[[ανάφλεξη]], [[εκπύρωση]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> το αντίθετο [[προς]] τη [[λαβή]] [[άκρο]] της δάδας, δηλ. αυτό που καίγεται<br /><b>2.</b> <b>ιατρ.</b> [[φλόγωση]], [[φλεγμονή]] του σώματος (ολόκληρου ή μέρους του). | |mltxt=[[ἐκφλόγωσις]], η (AM)<br />[[ανάφλεξη]], [[εκπύρωση]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> το αντίθετο [[προς]] τη [[λαβή]] [[άκρο]] της δάδας, δηλ. αυτό που καίγεται<br /><b>2.</b> <b>ιατρ.</b> [[φλόγωση]], [[φλεγμονή]] του σώματος (ολόκληρου ή μέρους του). | ||
}} | }} |
Revision as of 19:05, 3 October 2022
English (LSJ)
εως, ἡ, upper part of a torch, D.S.17.115.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
1 llama de una antorcha, D.S.17.115.
2 incendio, combustión τοῦ ξηροῦ τε καὶ θερμοῦ Phlp.in Mete.36.6, τοῦ ὑπεκκαύματος Olymp.in Mete.37.1, τῆς νηός Eust.1049.38, cf. Sch.Hom.Il.1.50
•conflagración del fin del mundo, Meth.Res.1.47, cf. Epiph.Const.Haer.64.39.14.
German (Pape)
[Seite 785] ἡ, das Verbrennen, D. Sic. 17, 115.
Russian (Dvoretsky)
ἐκφλόγωσις: εως ἡ зажигание, воспламенение Diod.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκφλόγωσις: -εως, ἡ, ἐκπύρωσις, φλόξ, κατὰ μὲν τὴν λαβὴν... κατὰ δὲ τὴν ἐκφλόγωσιν Διόδ. 17, 115, Ἐπιφάν. Ι. 1120C, κτλ.
Greek Monolingual
ἐκφλόγωσις, η (AM)
ανάφλεξη, εκπύρωση
αρχ.
1. το αντίθετο προς τη λαβή άκρο της δάδας, δηλ. αυτό που καίγεται
2. ιατρ. φλόγωση, φλεγμονή του σώματος (ολόκληρου ή μέρους του).