ἐνάγισμα: Difference between revisions

From LSJ

Πενία δ' ἄτιμον καὶ τὸν εὐγενῆ ποιεῖ → Pauper inhonorus, genere sit clarus licet → Die Armut nimmt selbst dem, der edel ist, die Ehr'

Menander, Monostichoi, 455
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br />sacrifice funèbre <i>ou</i> expiatoire.<br />'''Étymologie:''' [[ἐναγίζω]].
|btext=ατος (τό) :<br />sacrifice funèbre <i>ou</i> expiatoire.<br />'''Étymologie:''' [[ἐναγίζω]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἐνάγισμα:''' ατος τό Arph., Luc. = [[ἐναγισμός]].
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 27: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐνάγισμα:''' -ατος, τό, νεκρική [[θυσία]], [[μνημόσυνο]], σε Λουκ.
|lsmtext='''ἐνάγισμα:''' -ατος, τό, νεκρική [[θυσία]], [[μνημόσυνο]], σε Λουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐνάγισμα:''' ατος τό Arph., Luc. = [[ἐναγισμός]].
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[ἐνάγισμα]], ατος, τό, <i>n</i><br />an [[offering]] to the manes, Luc. [from [[ἐναγίζω]]
|mdlsjtxt=[[ἐνάγισμα]], ατος, τό, <i>n</i><br />an [[offering]] to the manes, Luc. [from [[ἐναγίζω]]
}}
}}

Revision as of 19:14, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐνᾰγισμα Medium diacritics: ἐνάγισμα Low diacritics: ενάγισμα Capitals: ΕΝΑΓΙΣΜΑ
Transliteration A: enágisma Transliteration B: enagisma Transliteration C: enagisma Beta Code: e)na/gisma

English (LSJ)

ατος, τό, an offering to the dead, Ar.Fr. 488.12, Arist.Ath.58.1, Epicur.Fr.217, Luc.Merc.Cond.28, D.C.67.9.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
• Prosodia: [-ᾰ-]
1 ofrenda funeraria gener. en plu.
a) en el culto a los difuntos θύομεν αὐτοῖσι τοῖς ἐναγίσμασιν ὥσπερ θεοῖσι Ar.Fr.504, ἐναγίσματα τῷ τε πατρὶ καὶ τῇ μητρὶ καὶ τοῖς ἀδελφοῖς Epicur.[1] 18, cf. Aristid.Or.18.8, μὴ ... ἀφέλησθε ... τοὺς τάφους τὰ ἐναγίσματα App.Pun.84, χοαὶ καὶ πόπανα καὶ ἐναγίσματα libaciones, pasteles y ofrendas (para los muertos), Luc.Cat.2, cf. Merc.Cond.28;
b) en el culto a los héroes Ἁρμοδίῳ καὶ Ἀριστογείτονι ἐναγίσματα ποιεῖ Arist.Ath.58.1, τοὺς μὲν τάφους τῶν ἡρώων ... ἐναγίσμασι ... ἐτίμησεν D.S.17.17, cf. D.C.77.16.7, a Eteocles y Polinices, Philostr.Im.2.29, a Áyax, Philostr.Her.40.13, Θετταλοὶ γὰρ τὰ ἐναγίσματα ... ἐκλελοίπασί μοι habla Aquiles, Philostr.VA 4.16, cf. Her.69.17, Eus.Hierocl.28.4.
2 crist. ofrenda de los Reyes Magos a Cristo σμύρνης ἐναγίσματα Synes.Hymn.6.27.

German (Pape)

[Seite 824] τό, dargebrachtes Todtenopfer; Ar. Stob. fl. 121, 18 (v. 12); Luc. merc. cond. 28 u. a. Sp.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
sacrifice funèbre ou expiatoire.
Étymologie: ἐναγίζω.

Russian (Dvoretsky)

ἐνάγισμα: ατος τό Arph., Luc. = ἐναγισμός.

Greek (Liddell-Scott)

ἐνάγισμα: τό, χοαὶ ἢ προσφοραὶ ἐκ μύρων, σμύρνης, κλ. εἰς τὰς σκιὰς τῶν ἀποθανόντων, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 445 a. 13, Λουκ. π. τῶν ἐπὶ Μισθ. Συνόντ. 28, Δίων Κ. 67. 9.

Greek Monolingual

ἐνάγισμα, το (Α)
το αποτέλεσμα του εναγίζω, η θυσία σε νεκρούς ή ήρωες, οι συνηθιζόμενες προσφορές προς τους νεκρούς.

Greek Monotonic

ἐνάγισμα: -ατος, τό, νεκρική θυσία, μνημόσυνο, σε Λουκ.

Middle Liddell

ἐνάγισμα, ατος, τό, n
an offering to the manes, Luc. [from ἐναγίζω