ἐπίκλην: Difference between revisions
ταυτὶ γὰρ συκοφαντεῖσθαι τὸν Ἕκτορα ὑπὸ τοῦ Ὁμήρου → that is a false charge brought against Hector by Homer
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=<i>adv.</i><br />par surnom.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπικαλέω]]. | |btext=<i>adv.</i><br />par surnom.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπικαλέω]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐπίκλην:''' adv. [[καλέω]] по имени ([[Δίφιλος]] ὁ Λαβύρινθος ἐ. Luc.): ἐ. ἔχειν, λέγεσθαι или καλεῖσθαι Plat. быть названным, именоваться. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 21: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἐπίκλην:''' επίρρ. ([[ἐπικαλέω]]), κατ' [[επίκληση]], κατ' [[επωνυμία]], ονομαστικά, σε Πλάτ. | |lsmtext='''ἐπίκλην:''' επίρρ. ([[ἐπικαλέω]]), κατ' [[επίκληση]], κατ' [[επωνυμία]], ονομαστικά, σε Πλάτ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[ἐπικαλέω]]<br />by [[surname]], by [[name]], Plat. | |mdlsjtxt=[[ἐπικαλέω]]<br />by [[surname]], by [[name]], Plat. | ||
}} | }} |
Revision as of 19:30, 3 October 2022
English (LSJ)
Adv. A by surname, by name, Pl.Sph.221c; ἐπίκλην ἀιθὴρ καλούμενος Id.Ti.58d; ἕξεώς τινος ἐ. λεγομένη called after . ., Id.Phlb.48c; Σαραπίων ἐ. βουκόλος PLips.6.7 (iv A.D.), cf. Luc.Symp.6, IG12(8).529 (Thasos); ὁ τοῦ Αὐγούστου ἐ. λιμήν D.C.75.16. 2. nominally, Apollod.3.13.4.—Prop. acc. from an obsolete nom. ἐπίκλη, = ἐπίκλησις, ἐπωνυμία (Hsch.); ἐπίκλην (acc.) ἔχειν, occurs in Pl.Ti.38c, IG14.1018.6.
German (Pape)
[Seite 949] adv., von ἐπικαλέω abgeleitet; aber Hesych. erkl. ἐπίκλη durch ἐπίκλησις u. ἐπωνυμία, wofür Ep. ad. 190 (App. 239) δῶρον Ἀπόλλωνος θεῖον ἔχων ἐπίκλην zu sprechen scheint; vgl. Plat. Tim. 38 c ἐπίκλην ἔχοντα πλανητά, mit der v.l. ἐπίκλησιν; sonst ἐπίκλην λέγεσθαι, καλεῖσθαι, mit Zunamen benannt, zubenannt werden, Phil. 48 c Tim. 58 d; τοὔνομα ἡ ἀσπαλιευτικἡ ἐπίκλην γέγονε Soph. 221 c; Sp., wie ἐς τὸν τοῦ Αὐγούστου ἐπίκλην λιμένα D. Cass. 75, 16; Δίφιλος ὁ Λαβύρινθος ἐπ. Luc. conv. 6. – Dem Namen nach, Apolld. 3, 13, 4.
French (Bailly abrégé)
adv.
par surnom.
Étymologie: ἐπικαλέω.
Russian (Dvoretsky)
ἐπίκλην: adv. καλέω по имени (Δίφιλος ὁ Λαβύρινθος ἐ. Luc.): ἐ. ἔχειν, λέγεσθαι или καλεῖσθαι Plat. быть названным, именоваться.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπίκλην: Ἐπίρρ. (ἐπικαλέω) ἐξ ἐπικλήσεως, κατ’ ἐπωνυμίαν, ἀπ’ αὐτῆς τῆς πράξεως ἀφομοιωθὲν τοὔνομα, ἡ νῦν ἀσπαλιευτικὴ ζητηθεῖσα ἐπίκλην γέγονεν Πλάτ. Σοφιστ. 221C· ἀέρος, τὸ μὲν εὐαγέστατον ἐπίκλην αἰθὴρ καλούμενος ὁ αὐτ. ἐν Τιμ. 58D· ἕξεώς τινος ἐπίκλην λεγομένη ὁ αὐτ. ἐν «Φιλήβῳ» 48C· πρβλ. Λουκ. Συμπ. 6, καὶ Δίωνα Κ. 75. 16. 2) κατ’ ὄνομα, ὀνόματι, Ἀπολλόδ. 3. 13, 4. ― Κυρίως αἰτ. ἀχρήστου ὀνομαστ. ἐπίκλη = ἐπίκλησις (ὃ ἴδε), καὶ ἐπίκλην ἔχειν, ὡς αἰτ. ἀπαντᾷ ἐν Πλάτ. Τιμ. 38C, Ἀνθ. Π. ἐν παραρτ. 239. ― Καθ’ Ἡσύχ. «ἐπίκλη· «ἡ ἐπίκλησις παρὰ Ἀττικοῖς» καὶ «ἐπίκλη· ἐπωνυμία».
Greek Monotonic
ἐπίκλην: επίρρ. (ἐπικαλέω), κατ' επίκληση, κατ' επωνυμία, ονομαστικά, σε Πλάτ.