ἐπίπαγος: Difference between revisions

From LSJ

ξένῳ δὲ σιγᾶν κρεῖττον ἢ κεκραγέναι → it's better for a stranger to keep silence than to shout (Menander)

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />crème <i>ou</i> croûte à la surface d’un liquide.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[πάγος]].
|btext=ου (ὁ) :<br />crème <i>ou</i> croûte à la surface d’un liquide.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[πάγος]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἐπίπᾰγος:''' ὁ [[пена]], [[накипь]] ([[ἁλώδης]] Plut.): βρυώδεις ἐπίπαγοι Plut. плесень.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 21: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (Α [[ἐπίπαγος]]) [[επιπήγνυμι]]<br />το στερεό ή πηχτό [[επίστρωμα]] που σχηματίζεται στην [[επιφάνεια]] πολλών ρευστών ή μαλακών πραγμάτων, [[κρούστα]], [[πέτσα]] («παραμένει τοῖς σώμασιν [[ἁλώδης]] [[ἐπίπαγος]]», <b>Πλούτ.</b>).
|mltxt=ο (Α [[ἐπίπαγος]]) [[επιπήγνυμι]]<br />το στερεό ή πηχτό [[επίστρωμα]] που σχηματίζεται στην [[επιφάνεια]] πολλών ρευστών ή μαλακών πραγμάτων, [[κρούστα]], [[πέτσα]] («παραμένει τοῖς σώμασιν [[ἁλώδης]] [[ἐπίπαγος]]», <b>Πλούτ.</b>).
}}
{{elru
|elrutext='''ἐπίπᾰγος:''' ὁ [[пена]], [[накипь]] ([[ἁλώδης]] Plut.): βρυώδεις ἐπίπαγοι Plut. плесень.
}}
}}

Revision as of 19:35, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπίπᾰγος Medium diacritics: ἐπίπαγος Low diacritics: επίπαγος Capitals: ΕΠΙΠΑΓΟΣ
Transliteration A: epípagos Transliteration B: epipagos Transliteration C: epipagos Beta Code: e)pi/pagos

English (LSJ)

ὁ, (ἐπιπήγνυμι) congealed or hardened crust on the top of a thing, Dsc.1.101.2, Aret.SA1.9, Gal.Lex.s.v. σύναγμα; ἐ. ὑμενώδης capsule of lens, Ruf.Anat.17; ἁλώδης Plu.2.627f; = γραῦς 11, scum, Hsch., cf. Gal.6.252.

German (Pape)

[Seite 967] ὁ, die auf der Milch u. ä. geronnene Haut, Kruste, Diosc.; ἁλώδης, Plut. Symp. 1, 9, 4. S. γραῦς.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
crème ou croûte à la surface d’un liquide.
Étymologie: ἐπί, πάγος.

Russian (Dvoretsky)

ἐπίπᾰγος:пена, накипь (ἁλώδης Plut.): βρυώδεις ἐπίπαγοι Plut. плесень.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπίπᾰγος: ὁ, (ἐπιπήγνυμι) πεπηγυῖα ἢ πηκτὴ καὶ στερεὰ ὕλη σχηματιζομένη ἐπὶ τῆς ἐπιφανείας πολλῶν πραγμάτων, «τσίπα» ἢ «κροῦστα», Διοσκ. 1. 134, Ἀρετ. π. Αἰτ. Ὀξ. Παθ. 1. 9· ἁλώδης Πλούτ. 2. 627F. ― Καθ᾿ Ἡσύχ. «ἐπίπαγος· τὸ ἐπὶ τῶν ἑψομένων, ἡ γραῦς».

Greek Monolingual

ο (Α ἐπίπαγος) επιπήγνυμι
το στερεό ή πηχτό επίστρωμα που σχηματίζεται στην επιφάνεια πολλών ρευστών ή μαλακών πραγμάτων, κρούστα, πέτσα («παραμένει τοῖς σώμασιν ἁλώδης ἐπίπαγος», Πλούτ.).