ἐπιτελείωσις: Difference between revisions
Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=εως (ἡ) :<br />accomplissement, <i>particul.</i> action de remplir une charge.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπιτελειόω]]. | |btext=εως (ἡ) :<br />accomplissement, <i>particul.</i> action de remplir une charge.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπιτελειόω]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐπιτελείωσις:''' εως ἡ<br /><b class="num">1)</b> [[исполнение]], [[совершение]] (τῆς εὐχῆς Plut.);<br /><b class="num">2)</b> [[завершение]], [[доведение до высшей степени]] (τῆς εὐδαιμονίας Plut.): ἐ. τῆς πολιτείας Plut. высший государственный пост (о римск. [[censura]]);<br /><b class="num">3)</b> [[благодарственная жертва]] (за новорожденного), освящение (αἱ τῶν παίδων ἐπιτελειώσεις Plat.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 24: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἐπιτελείωσις:''' -εως, ἡ, [[εκτέλεση]], [[αποπεράτωση]], σε Πλούτ. | |lsmtext='''ἐπιτελείωσις:''' -εως, ἡ, [[εκτέλεση]], [[αποπεράτωση]], σε Πλούτ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[ἐπιτελείωσις]], εως [from [[ἐπιτελειόω]]<br />[[accomplishment]], [[completion]], Plut. | |mdlsjtxt=[[ἐπιτελείωσις]], εως [from [[ἐπιτελειόω]]<br />[[accomplishment]], [[completion]], Plut. | ||
}} | }} |
Revision as of 19:50, 3 October 2022
English (LSJ)
εως, ἡ, A after-offering, especially in thanksgiving for the birth of a child, Pl. Lg.784d. II accomplishment, completion, τῆς εὐχῆς Plu.Num. 14, cf. 2.961c; ἐ. τῆς πολιτείας, of the Censorship at Rome, Id.Cat. Ma.16, Flam.18.
German (Pape)
[Seite 990] ἡ, die Vollendung, τῆς εὐχῆς u. ä. Plut. oft, z. B. Num. 14; πολιτείας, die höchste Würde im Staate, Flam. 18 Cat. mai. 16. – Plat. Legg. VI, 784 d μήτε εἰς γάμους ἴτω μήτε εἰς τὰς τῶν παίδων ἐπιτελειώσεις, gewöhnlich Dankopfer nach der Geburt eines Kindes erklärt.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
accomplissement, particul. action de remplir une charge.
Étymologie: ἐπιτελειόω.
Russian (Dvoretsky)
ἐπιτελείωσις: εως ἡ
1) исполнение, совершение (τῆς εὐχῆς Plut.);
2) завершение, доведение до высшей степени (τῆς εὐδαιμονίας Plut.): ἐ. τῆς πολιτείας Plut. высший государственный пост (о римск. censura);
3) благодарственная жертва (за новорожденного), освящение (αἱ τῶν παίδων ἐπιτελειώσεις Plat.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιτελείωσις: -εως, ἡ, κατόπιν γινομένη προσφορά, ἰδίως εὐχαριστήριος ἐπὶ τῇ γεννήσει τέκνου, ἐπιτελείωσις παίδων Πλατ. Νόμοι 784D. ΙΙ. ἐκτέλεσις, συμπλήρωσις, τινος Πλουτ. Νουμ. 14. 2, 961C· ἐπ. τῆς πολιτείας, περὶ τῆς Τιμητείας ἐν Ρώμῃ, ὁ αὐτ. Κάτων Πρεσβ. 16, Φλαμιν. 18.
Greek Monolingual
ἐπιτελείωσις, ἡ (Α) επιτελειώ
1. συμπλήρωση, επιτέλεση («τήν ἐπιτελείωσιν τῆς εὐχῆς», Πλούτ.)
2. ευχαριστήρια θυσία για τη γέννηση παιδιού («μήτε γὰρ εἰς γάμους ἴτω μήτε εἰς τὰς τῶν παίδων ἐπιτελειώσεις», Πλάτ.)
3. τέλεια, ύψιστη μορφή.
Greek Monotonic
ἐπιτελείωσις: -εως, ἡ, εκτέλεση, αποπεράτωση, σε Πλούτ.
Middle Liddell
ἐπιτελείωσις, εως [from ἐπιτελειόω
accomplishment, completion, Plut.