ἐριστός: Difference between revisions

From LSJ

Εὐδαίμονες οἷσι κακῶν ἄγευστος αἰών → Blessed are those whose lives have no taste of suffering

Sophocles, Antigone, 583
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />sur qui <i>ou</i> sur quoi l'on dispute <i>ou</i> l'on peut disputer : τινι avec qqn.<br />'''Étymologie:''' adj. verb. de [[ἐρίζω]].
|btext=ή, όν :<br />sur qui <i>ou</i> sur quoi l'on dispute <i>ou</i> l'on peut disputer : τινι avec qqn.<br />'''Étymologie:''' adj. verb. de [[ἐρίζω]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἐριστός:''' [adj. verb. к [[ἐρίζω]] оспариваемый, спорный: τὰ δὲ τοῖς δυνατοῖς οὐκ ἐριστὰ πλάθειν ([[varia lectio|v.l.]] οὐκ ἀρεστὰ πράσσειν) Soph. в этом не стоит спорить с сильными.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐριστός:''' -ή, -όν ([[ἐρίζω]]), φιλονικούμενος, αμφισβητούμενος, σε Σοφ.
|lsmtext='''ἐριστός:''' -ή, -όν ([[ἐρίζω]]), φιλονικούμενος, αμφισβητούμενος, σε Σοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐριστός:''' [adj. verb. к [[ἐρίζω]] оспариваемый, спорный: τὰ δὲ τοῖς δυνατοῖς οὐκ ἐριστὰ πλάθειν ([[varia lectio|v.l.]] οὐκ ἀρεστὰ πράσσειν) Soph. в этом не стоит спорить с сильными.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[ἐριστός]], ή, όν [[ἐρίζω]]<br />[[matter]] for [[contest]], Soph.
|mdlsjtxt=[[ἐριστός]], ή, όν [[ἐρίζω]]<br />[[matter]] for [[contest]], Soph.
}}
}}

Revision as of 20:00, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐριστός Medium diacritics: ἐριστός Low diacritics: εριστός Capitals: ΕΡΙΣΤΟΣ
Transliteration A: eristós Transliteration B: eristos Transliteration C: eristos Beta Code: e)risto/s

English (LSJ)

ή, όν, that may be contested, τὰ δὲ τοῖς δυνατοῖς οὐκ ἐριστὰ πλάθειν such contests cannot be waged with the powerful, so as to engage with them, S.El.220 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 1031] bestritten, streitig, ἐριστὰ πλάθειν τινί, Einem im Streite nahen, Soph. El. 220.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
sur qui ou sur quoi l'on dispute ou l'on peut disputer : τινι avec qqn.
Étymologie: adj. verb. de ἐρίζω.

Russian (Dvoretsky)

ἐριστός: [adj. verb. к ἐρίζω оспариваемый, спорный: τὰ δὲ τοῖς δυνατοῖς οὐκ ἐριστὰ πλάθειν (v.l. οὐκ ἀρεστὰ πράσσειν) Soph. в этом не стоит спорить с сильными.

Greek (Liddell-Scott)

ἐριστός: -ή, -όν, περὶ οὗ φιλονεικεῖ τις, τὰ δὲ τοῖς (δεῖ τοι Mekler) δυνατοῖς οὐκ ἐριστὰ πλάθειν, «τοῖς κρατοῦσιν οὐ δι’ ἔριδος δεῖ εἰς ταῦτα προσπελάζειν» (Σχολ.), Σοφ. Ἠλ. 220.

Greek Monolingual

ἐριστός, -ή, -όν (Α) ερίζω
αυτός που προκαλεί έριδες, φιλονεικίες («δεῖ τοῖς δυνατοῖς οὐκ ἐριστὰ πλάθειν» — δεν πρέπει να συζητούμε με τους δυνατούς όσα προκαλούν έριδες, Σοφ.).

Greek Monotonic

ἐριστός: -ή, -όν (ἐρίζω), φιλονικούμενος, αμφισβητούμενος, σε Σοφ.

Middle Liddell

ἐριστός, ή, όν ἐρίζω
matter for contest, Soph.