ἠρινός: Difference between revisions
οὐκ ἂν λάβοις παρὰ τοῦ μὴ ἔχοντος → you can't take from one who doesn't have, you can't squeeze blood out of a turnip, you can't get blood out of a turnip, you can't get blood from a stone, you can't get blood out of a stone
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ή, όν :<br />du printemps.<br />'''Étymologie:''' contr. p. [[ἐαρινός]]. | |btext=ή, όν :<br />du printemps.<br />'''Étymologie:''' contr. p. [[ἐαρινός]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἠρῐνός:''' [стяж. к [[ἐαρινός]] весенний Pind., Eur., Arph. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 27: | Line 30: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἠρῐνός:''' -ή, -όν (ἦρ), = [[ἐαρινός]], αυτός που ανήκει ή βρίσκεται μέσα στην [[άνοιξη]], σε Σόλωνα, Ευρ.· ουδ. πληθ. ως επίρρ., κατά την [[άνοιξη]], [[ὅταν]] ἠρινά... φωνῇ [[χελιδών]], σε Αριστοφ. | |lsmtext='''ἠρῐνός:''' -ή, -όν (ἦρ), = [[ἐαρινός]], αυτός που ανήκει ή βρίσκεται μέσα στην [[άνοιξη]], σε Σόλωνα, Ευρ.· ουδ. πληθ. ως επίρρ., κατά την [[άνοιξη]], [[ὅταν]] ἠρινά... φωνῇ [[χελιδών]], σε Αριστοφ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj |
Revision as of 20:20, 3 October 2022
English (LSJ)
ή, όν, (ἦρ) = ἐαρινός, ἄνεμος Sol.13.19; φύλλα Pi.P.9.46; κάλυκες Cratin.98; λειμών E.Supp.448; φθέγματα Ar.Av.683(lyr.); χρόνος X.HG3.2.10: neut. as adverb, in spring, γῆ τ' ἠρινὸν θάλλουσα E.Fr.316.3; ὅταν ἠρινὰ . . χελιδὼν κελαδῇ Ar.Pax800.
German (Pape)
[Seite 1176] = ἐαρινός (was zu vgl.); λειμών Eur. Suppl. 462; φύλλα Pind. P. 9, 47; χρόνος Xen. Hell. 3, 2, 10; χειμών Ael. N. A. 3, 13.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
du printemps.
Étymologie: contr. p. ἐαρινός.
Russian (Dvoretsky)
ἠρῐνός: [стяж. к ἐαρινός весенний Pind., Eur., Arph.
Greek (Liddell-Scott)
ἠρῐνός: -ή, -όν, (ἦρ) ἐαρινός, Σόλων 12. 19, Πίνδ. Π. 9. 82, Εὐρ. Ἱκέτ. 448, Ἀριστοφ. Ὄρν. 683, Ξεν., κτλ.· - οὐδ. ἐπίρρ., κατὰ τὸ ἔαρ, γῆ τ’ ἠρινὸν θάλλουσα Εὐρ. Ἀποσπ. 318. 3· ὅταν ἠρινὰ... φωνῇ χελιδὼν Ἀριστοφ. Εἰρ. 800.
English (Slater)
ἠρῐνός
nbsp; 1 of spring ὅσσα τε χθὼν ἠρινὰ φύλλ' ἀναπέμπει (P. 9.46) ]πετάλοις ἠρ[ Δ. 3. 19.
Greek Monolingual
ἠρινός, -ή, -όν (Α)
1. εαρινός, ανοιξιάτικος («ἠρινά φύλλα», Πίνδ.)
2. (το ουδ. εν. ή πληθ. ως επίρρ.) ἠρινὸν και ἠρινά
κατά την άνοιξη («ὅταν ἠρινά... χελιδὼν κελαδῇ», Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < εαρινός, με συναίρεση].
Greek Monotonic
ἠρῐνός: -ή, -όν (ἦρ), = ἐαρινός, αυτός που ανήκει ή βρίσκεται μέσα στην άνοιξη, σε Σόλωνα, Ευρ.· ουδ. πληθ. ως επίρρ., κατά την άνοιξη, ὅταν ἠρινά... φωνῇ χελιδών, σε Αριστοφ.
Middle Liddell
ἠρῐνός, ή, όν [ἦρ] = ἐαρινός
of or in spring, Solon., Eur.: —neut. pl. as adv., in spring, Ar.