ἡμεροσκόπος: Difference between revisions

From LSJ

Μοχθεῖν ἀνάγκη τοὺς θέλοντας εὐτυχεῖν → Laboret is, beatam qui vitam cupit → Sich abarbeiten muss, wer glücklich leben will

Menander, Monostichoi, 338
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui veille pendant le jour ; <i>subst.</i> guetteur <i>ou</i> sentinelle de jour.<br />'''Étymologie:''' [[ἡμέρα]], [[σκοπέω]].
|btext=ος, ον :<br />qui veille pendant le jour ; <i>subst.</i> guetteur <i>ou</i> sentinelle de jour.<br />'''Étymologie:''' [[ἡμέρα]], [[σκοπέω]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἡμεροσκόπος:''' <b class="num">II</b> ὁ дневной страж, караульный дневной стражи Her., Soph.<br />бодрствующий днем, несущий дневную стражу ([[φύλαξ]] Arph.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἡμεροσκόπος:''' ὁ, αυτός που φρουρεί κατά τη [[διάρκεια]] της ημέρας, σε Αισχύλ., Αριστοφ.· ως ουσ., ημεροφύλακας, σε Ηρόδ., Σοφ. κ.λπ.
|lsmtext='''ἡμεροσκόπος:''' ὁ, αυτός που φρουρεί κατά τη [[διάρκεια]] της ημέρας, σε Αισχύλ., Αριστοφ.· ως ουσ., ημεροφύλακας, σε Ηρόδ., Σοφ. κ.λπ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἡμεροσκόπος:''' <b class="num">II</b> ὁ дневной страж, караульный дневной стражи Her., Soph.<br />бодрствующий днем, несущий дневную стражу ([[φύλαξ]] Arph.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[ἡμερο]]-σκόπος, ὁ,<br />watching by day, Aesch., Ar.:—as [[substantive]], a day-[[watcher]], Hdt., Soph., etc.
|mdlsjtxt=[[ἡμερο]]-σκόπος, ὁ,<br />watching by day, Aesch., Ar.:—as [[substantive]], a day-[[watcher]], Hdt., Soph., etc.
}}
}}

Revision as of 20:25, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἡμεροσκόπος Medium diacritics: ἡμεροσκόπος Low diacritics: ημεροσκόπος Capitals: ΗΜΕΡΟΣΚΟΠΟΣ
Transliteration A: hēmeroskópos Transliteration B: hēmeroskopos Transliteration C: imeroskopos Beta Code: h(merosko/pos

English (LSJ)

ον, watching by day, φύλαξ Ar. Av. 1174; as substantive, day-watcher, Hdt. 7.183, 192, S. Ant. 253, X. HG 1.1.2, Aen.Tact. 6.1, al.; metaph, πιστὸν ἡ. ὀφθαλμὸν ἕξω A. Th. 66.

German (Pape)

[Seite 1166] ὁ, Tagwächter, Soph. Ant. 253; φύλακες Ar. Av. 1170; vgl. Aesch. Spt. 66; Her. 7, 182. 192.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui veille pendant le jour ; subst. guetteur ou sentinelle de jour.
Étymologie: ἡμέρα, σκοπέω.

Russian (Dvoretsky)

ἡμεροσκόπος: II ὁ дневной страж, караульный дневной стражи Her., Soph.
бодрствующий днем, несущий дневную стражу (φύλαξ Arph.).

Greek (Liddell-Scott)

ἡμεροσκόπος: ὁ, φυλάττων ἐν καιρῷ ἡμέρας, Αἰσχύλ. Θήβ. 66· φύλαξ Ἀριστοφ. Ὄρν. 1174· - ὡς οὐσιαστ., φρουρός ἐν καιρῷ ἡμέρας, Ἡρόδ. 7. 182, 192, Σοφ. Ἀντ. 253, κτλ.

Greek Monolingual

ἡμεροσκόπος, -ον (AM)
το αρσ. ως ουσ.ἡμεροσκόπος
φρουρός που στέκεται σε ύψωμα για να ελέγχει τις κινήσεις του εχθρού κατά τη διάρκεια της ημέρας («λείποντες δὲ ἡμεροσκόπους περί τὰ ὑψηλά», Ηρόδ.)
αρχ.
επιτηρητής («πιστὸν ἡμεροσκόπον ὀφθαλμόν», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημερ(ο)- + -σκοπος (< σκοπός), πρβλ. αστεροσκόπος, οιωνοσκόπος].

Greek Monotonic

ἡμεροσκόπος: ὁ, αυτός που φρουρεί κατά τη διάρκεια της ημέρας, σε Αισχύλ., Αριστοφ.· ως ουσ., ημεροφύλακας, σε Ηρόδ., Σοφ. κ.λπ.

Middle Liddell

ἡμερο-σκόπος, ὁ,
watching by day, Aesch., Ar.:—as substantive, a day-watcher, Hdt., Soph., etc.