ἰσοζυγής: Difference between revisions
ἀνιαρῶς τε φέρει τὴν τελευτὴν, καίτοι γε τὸν πρόσθεν χρόνον διαχλευάζων τοὺς μορμολυττομένους τὸν θάνατον, καὶ πρᾴως ἐπιτωθάζων → he bears death with grief, although in a former time he criticized, and mildly derided, those that were fearing death
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ής, ές :<br /><i>c.</i> [[ἰσόζυγος]]. | |btext=ής, ές :<br /><i>c.</i> [[ἰσόζυγος]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἰσοζῠγής:''' [[составляющий пару с другим]] (точнее годный для парной запряжки), т. е. одинаковый (κυπάρυσσοι Anth.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 24: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἰσοζῠγής:''' -ές ([[ζυγόν]]), αυτός που είναι [[ίσος]] στο [[μέγεθος]] με κάποιον άλλον, σε Ανθ. | |lsmtext='''ἰσοζῠγής:''' -ές ([[ζυγόν]]), αυτός που είναι [[ίσος]] στο [[μέγεθος]] με κάποιον άλλον, σε Ανθ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=ἰσο-ζῠγής, ές [[ζυγόν]]<br />[[evenly]] [[balanced]]: [[equal]], Anth. | |mdlsjtxt=ἰσο-ζῠγής, ές [[ζυγόν]]<br />[[evenly]] [[balanced]]: [[equal]], Anth. | ||
}} | }} |
Revision as of 20:35, 3 October 2022
English (LSJ)
ές, evenly balanced: equal, AP10.16.3 (Theaet.).
German (Pape)
[Seite 1264] ές, gleich gejocht, übh. gleich, κυπάρισσοι Theaet. Schol. 2 (X, 16).
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
c. ἰσόζυγος.
Russian (Dvoretsky)
ἰσοζῠγής: составляющий пару с другим (точнее годный для парной запряжки), т. е. одинаковый (κυπάρυσσοι Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
ἰσοζῠγής: -ές, ἴσος τὸ μέγεθος, ἰσοζυγέων κυπαρίσσων, ἀποτελούντων ζεῦγος ἴσον καθ’ ὅλα, Ἀνθ. Π. 10. 16.
Greek Monolingual
-ές (Α ἰσοζυγής, -ές)
ίσος κατά το βάρος με κάποιον άλλο
αρχ.
ίσος κατά το μέγεθος («ἰσοζυγέων κυπαρίσσων», Ανθ. Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)- + -ζυγής (< θ. ζυγ-, πρβλ. ἐ-ζύγ-ην, παθ. αόρ. του ζεύγνυμι), πρβλ. μονοζυγής, νεοζυγής].
Greek Monotonic
ἰσοζῠγής: -ές (ζυγόν), αυτός που είναι ίσος στο μέγεθος με κάποιον άλλον, σε Ανθ.