Ἰάς: Difference between revisions

From LSJ

κατὰ τὸν δεύτερον, φασί, πλοῦν τὰ ἐλάχιστα ληπτέον τῶν κακῶν → we must as second best, as people say, take the least of the evils

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 12: Line 12:
{{bailly
{{bailly
|btext=Ἰάδος<br /><b>1</b> <i>adj. f.</i> Ionienne;<br /><b>2</b> ἡ [[Ἰάς]] ([[διάλεκτος]]) dialecte ionien.<br />'''Étymologie:''' cf. [[Ἰάων]].
|btext=Ἰάδος<br /><b>1</b> <i>adj. f.</i> Ionienne;<br /><b>2</b> ἡ [[Ἰάς]] ([[διάλεκτος]]) dialecte ionien.<br />'''Étymologie:''' cf. [[Ἰάων]].
}}
{{elru
|elrutext='''Ἰάς:''' Ἰάδος (ᾰ) adj. f ионическая ([[στρατιή]], [[ἐσθής]] Her.): τῇ Ἰάδι ξυγγενείᾳ Thuc. ввиду ионического родства (халкидян с афинянами).<br />Ἰάδος ἡ<br /><b class="num">1)</b> (sc. [[γυνή]]) иониянка Her.;<br /><b class="num">2)</b> (sc. [[διάλεκτος]]) ионический диалект (ἐντῇ Ἰάδι γράφειν Luc.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 18: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''Ἰάς:''' -[[άδος]], ἡ, επίθ. θηλ. του [[Ἰάων]], [[Ἴων]]·<br /><b class="num">I.</b> Ιωνική, σε Ηρόδ., Θουκ.<br /><b class="num">II. 1.</b> ως ουσ. (ενν. [[γυνή]]), [[γυναίκα]] που κατάγεται από την Ιωνία, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">2.</b> (ενν. [[γλῶσσα]]), η Ιωνική [[διάλεκτος]], σε Λουκ.
|lsmtext='''Ἰάς:''' -[[άδος]], ἡ, επίθ. θηλ. του [[Ἰάων]], [[Ἴων]]·<br /><b class="num">I.</b> Ιωνική, σε Ηρόδ., Θουκ.<br /><b class="num">II. 1.</b> ως ουσ. (ενν. [[γυνή]]), [[γυναίκα]] που κατάγεται από την Ιωνία, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">2.</b> (ενν. [[γλῶσσα]]), η Ιωνική [[διάλεκτος]], σε Λουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''Ἰάς:''' Ἰάδος (ᾰ) adj. f ионическая ([[στρατιή]], [[ἐσθής]] Her.): τῇ Ἰάδι ξυγγενείᾳ Thuc. ввиду ионического родства (халкидян с афинянами).<br />Ἰάδος ἡ<br /><b class="num">1)</b> (sc. [[γυνή]]) иониянка Her.;<br /><b class="num">2)</b> (sc. [[διάλεκτος]]) ионический диалект (ἐντῇ Ἰάδι γράφειν Luc.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj

Revision as of 21:28, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Ἰάς Medium diacritics: Ἰάς Low diacritics: Ιάς Capitals: ΙΑΣ
Transliteration A: Iás Transliteration B: Ias Transliteration C: Ias Beta Code: *)ia/s

English (LSJ)

άδος, ἡ, Adj. fem. Ionic, στρατιή, ἐσθής, Hdt.5.33,87; (γυνή) Id.1.92; A τῇ Ἰάδι συγγενεία Th.4.61; διάλεκτος A.D.Adv.189.5, Str. 8.1.2; γλῶττα ibid.: as substantive, Luc.Hist.Conscr.16. 2 the Ionian flower,= ἴον, Nic.Fr.74.2. [ῐ, but ῑ in arsi, App.Anth.2.21.]

French (Bailly abrégé)

Ἰάδος
1 adj. f. Ionienne;
2Ἰάς (διάλεκτος) dialecte ionien.
Étymologie: cf. Ἰάων.

Russian (Dvoretsky)

Ἰάς: Ἰάδος (ᾰ) adj. f ионическая (στρατιή, ἐσθής Her.): τῇ Ἰάδι ξυγγενείᾳ Thuc. ввиду ионического родства (халкидян с афинянами).
Ἰάδος ἡ
1) (sc. γυνή) иониянка Her.;
2) (sc. διάλεκτος) ионический диалект (ἐντῇ Ἰάδι γράφειν Luc.).

Greek (Liddell-Scott)

Ἰάς: -άδος, ἡ, θηλ. ἐπίθετ., Ἰωνική, στρατιή, ἐσθὴς Ἡρόδ. 5. 33, 87· τῇ Ἰάδι συγγενείᾳ Θουκ. 4. 61. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ. (ἐξυπακουομ. τοῦ γυνή), γυνὴ ἐξ Ἰωνίας, Ἡρόδ. 1. 92. κτλ. 2) (ἐξυπακ. τοῦ γλῶσσα), ἡ Ἰωνικὴ διάλεκτος, Λουκ. Πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγρ. 16. 3) Ἰωνικὸν ἄνθος, = ἴον, Νικ. Ἀποσπ. 2. 2. ῐ, ἄλλὰ ῑ ἐν ἄρσει, Ἐπιγρ. παρὰ Στεφ. Βυζ. ἐν λ. Θούριοι.

Greek Monotonic

Ἰάς: -άδος, ἡ, επίθ. θηλ. του Ἰάων, Ἴων·
I. Ιωνική, σε Ηρόδ., Θουκ.
II. 1. ως ουσ. (ενν. γυνή), γυναίκα που κατάγεται από την Ιωνία, σε Ηρόδ.
2. (ενν. γλῶσσα), η Ιωνική διάλεκτος, σε Λουκ.

Middle Liddell

Ἰάς, άδος, [adj. fem. of Ἰάων, Ἴων,]
I. Ionian, Ionic, Hdt., Thuc.
II. as substantive (sub. γυνή), an Ionian woman, Hdt.
2. (sub. γλῶσσἀ the Ionic dialect, Luc.

English (Woodhouse)

ionian

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)