ἱκετεία: Difference between revisions
ἀμείνω δ' αἴσιμα πάντα (Odyssey VII.310 / XV.71) → all things are better in moderation
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ας (ἡ) :<br />supplication.<br />'''Étymologie:''' [[ἱκετεύω]]. | |btext=ας (ἡ) :<br />supplication.<br />'''Étymologie:''' [[ἱκετεύω]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἱκετεία:''' (ῐκ) ἡ (= [[ἱκεσία]]) ходатайство: οἱ Κερκυραῖοι τὴν ἱκετείαν οὐκ ἐδέξαντο Thuc. керкирцы не удовлетворили просьбу (жителей Коринфа); ἐφ᾽ ἱκετείαν τρέπεσθαι Plat. прибегать к просьбам, начать умолять; ἱ. [[θεῶν]] Lys. молитва богам. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 24: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἱκετεία:''' [ῐ], ἡ, = [[ἱκεσία]], [[ικεσία]], [[δέηση]], σε Θουκ.· <i>ἱκετείαν ποιεῖσθαί τινος</i>, [[ικετεύω]] κάποιον, στον ίδ. | |lsmtext='''ἱκετεία:''' [ῐ], ἡ, = [[ἱκεσία]], [[ικεσία]], [[δέηση]], σε Θουκ.· <i>ἱκετείαν ποιεῖσθαί τινος</i>, [[ικετεύω]] κάποιον, στον ίδ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj |
Revision as of 21:28, 3 October 2022
English (LSJ)
[ῐ], ἡ, more Att. form of ἱκεσία (q.v.), supplication, Th.1.24; ἱκετείαν ποιεῖσθαί τινος to supplicate him, Id.3.67; ἱκετεῖαι θεῶν addressed to them, Lys.2.39; ἐφ' ἱκετείαν τραπόμενος Pl.Ap.39a; μετὰ δεήσεως καὶ ἱκετείας PPetr.2p.60 (iii B.C.), cf. SIG1181.12 (Jewish): pl., ἱκετείας ποιεῖσθαι Pl.Smp.183a, etc.
German (Pape)
[Seite 1247] ἡ, das Schutzflehen, = ἱκεσία, w. m. s.; τὴν ἱκετείαν οὐκ ἐδέξαντο Thuc. 1, 24; ἱκετείαν τινὸς ποιεῖσθαι, Jemanden bitten, 3, 67, wie θεῶν Lys. 2, 39; ἐφ' ἱκετείαν τρεπόμενος τῶν διωκόντων Plat. Apol. 39 a; ἱκετείας καὶ ἀντιβολήσεις ἐν ταῖς δεήσεσι ποιούμενοι Conv. 183 a; Sp.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
supplication.
Étymologie: ἱκετεύω.
Russian (Dvoretsky)
ἱκετεία: (ῐκ) ἡ (= ἱκεσία) ходатайство: οἱ Κερκυραῖοι τὴν ἱκετείαν οὐκ ἐδέξαντο Thuc. керкирцы не удовлетворили просьбу (жителей Коринфа); ἐφ᾽ ἱκετείαν τρέπεσθαι Plat. прибегать к просьбам, начать умолять; ἱ. θεῶν Lys. молитва богам.
Greek (Liddell-Scott)
ἱκετεία: ῐ, ἡ, Ἀττικώτερος τύπος τοῦ ἱκεσία, Θουκ. 1. 24· ἱκετείαν ποιεῖσθαί τινος, ἱκετεύειν τινά, ὁ αὐτ. 3. 67· ἱκ. θεῶν, ἱκεσίαι πρὸς τοὺς θεούς, Λυσ. 194. 21· ἐφ᾿ ἱκετείαν τρέπεσθαι Πλάτ. Ἀπολ. 39Α· πληθ., ὁ αὐτ. ἐν Συμπ. 183Α, κ. ἀλλ. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 130, 132.
Greek Monolingual
ἱκετεία, ἡ (Α)
(αττ. τ.) βλ. ικεσία.
Greek Monotonic
ἱκετεία: [ῐ], ἡ, = ἱκεσία, ικεσία, δέηση, σε Θουκ.· ἱκετείαν ποιεῖσθαί τινος, ικετεύω κάποιον, στον ίδ.
Middle Liddell
ἱ˘κετεία, ἡ, = ἱκεσία
supplication, Thuc.; ἱκετείαν ποιεῖσθαί τινος to supplicate him, Thuc.