ὀγδοηκοντούτης: Difference between revisions
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ης, ες :<br />de 80 ans.<br />'''Étymologie:''' [[ὀγδοήκοντα]], [[ἔτος]]. | |btext=ης, ες :<br />de 80 ans.<br />'''Étymologie:''' [[ὀγδοήκοντα]], [[ἔτος]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὀγδοηκοντούτης:''' Luc. = [[ὀγδοηκονταέτης]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 24: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ὀγδοηκοντούτης:''' -ες ([[ἔτος]]), αυτός που έχει [[ηλικία]] [[ογδόντα]] ετών, σε Λουκ.· Ιων. και Δωρ., ὀγδωκοντᾰ-[[έτης]], <i>-ες</i>, σε Σόλωνα. | |lsmtext='''ὀγδοηκοντούτης:''' -ες ([[ἔτος]]), αυτός που έχει [[ηλικία]] [[ογδόντα]] ετών, σε Λουκ.· Ιων. και Δωρ., ὀγδωκοντᾰ-[[έτης]], <i>-ες</i>, σε Σόλωνα. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=ὀγδοηκοντ-ούτης, ες [[ἔτος]]<br />[[eighty]] years old, Luc.:— ionic and doric ὀγδωκοντα-έτης, ες, [[Solon]]. | |mdlsjtxt=ὀγδοηκοντ-ούτης, ες [[ἔτος]]<br />[[eighty]] years old, Luc.:— ionic and doric ὀγδωκοντα-έτης, ες, [[Solon]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 21:29, 3 October 2022
English (LSJ)
ες, (ἔτος) eighty years old, App.BC4.25, Gal.6.360, Luc.Herm.77 :—fem. ὀγδοηκοντα-οῦτις, D. C.61.19 : Ion. ὀγδωκοντᾰέτης, ες, Sol.20.4, Simon. 146; ὀγδωκοντούτης, App.Anth.2.642 (Perinthus); ὀγδωκον[τέτης], IG9(1).875 (Corc., ii B. C., metr.).
German (Pape)
[Seite 290] s. ὀγδοηκονταέτης. Dazu fem. ὀγδοηκοντοῦτις, D. Cass. 61, 19.
French (Bailly abrégé)
ης, ες :
de 80 ans.
Étymologie: ὀγδοήκοντα, ἔτος.
Russian (Dvoretsky)
ὀγδοηκοντούτης: Luc. = ὀγδοηκονταέτης.
Greek (Liddell-Scott)
ὀγδοηκοντούτης: -ες, (ἔτος) ὁ ἔχων ἡλικίαν ὀγδοήκοντα ἐτῶν, Ἀππ. Ἐμφυλ. 4. 25, Λουκ. Ἑρμότ. 77· θηλ. -οῦτις, Δίων Κάσσ. 61. 10· - Ἰων. κ. Δωρ. ὀγδοκονταέτης, ες, Σόλων 22. 4, Σιμωνίδ. 148, 149· ὀγδωκοντούτης, Συλλ. Ἐπιγρ. 2025.
Greek Monolingual
θηλ. ογδοηκοντούτις, ουδ. ογδοηκοντούτες, και ογδοηκονταετής, -ές (ΑΜ ὀγδοηκοντούτης, -ες, θηλ. και ὀγδοηκοντοῦτις, -ιδος, Α και ὀγδωκοντ[α]έτης και ογδωκοντούτης, -ες και ιων. τ. ὀγδοηκονταετής, -ες)
αυτός που έχει ηλικία ογδόντα ετών, ογδοντάρης
νεοελλ.
αυτός που διαρκεί ογδόντα έτη («ογδοηκονταετής περίοδος»).
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ὀγδοηκονταετής < ὀγδοήκοντα + -ετης (< ἔτος), πρβλ. πεντηκοντα-ετής. Ο τ. ὀγδοηκοντούτης, -ον < ὀγδοηκονταετής, με συναίρεση και αναβιβασμό του τόνου. Με αυτόν τον τρόπο το ὀγδοηκονταετής από την γ' κλίση περνά στην α' κλίση (πρβλ. εξηκοντ-ούτης, εκατοντ-ούτης). Οι τ. ὀγδωκονταέτης / ὀγδωκοντούτης < ὀγδώκοντα.
Greek Monotonic
ὀγδοηκοντούτης: -ες (ἔτος), αυτός που έχει ηλικία ογδόντα ετών, σε Λουκ.· Ιων. και Δωρ., ὀγδωκοντᾰ-έτης, -ες, σε Σόλωνα.
Middle Liddell
ὀγδοηκοντ-ούτης, ες ἔτος
eighty years old, Luc.:— ionic and doric ὀγδωκοντα-έτης, ες, Solon.