ἱππόλοφος: Difference between revisions

From LSJ

θαρσεῖν χρὴ φίλε Βάττε: τάχ' αὔριον ἔσσετ' ἄμεινον → you need to be brave, dear Battus; perhaps tomorrow will be better | Take heart, dear Battos! Tomorrow will be better.

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />garni d’une crinière de cheval.<br />'''Étymologie:''' [[ἵππος]], [[λόφος]].
|btext=ος, ον :<br />garni d’une crinière de cheval.<br />'''Étymologie:''' [[ἵππος]], [[λόφος]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἱππόλοφος:''' ὁ<br /><b class="num">1)</b> [[снабженный султаном из конских волос]] ([[κόρυς]] Anth.);<br /><b class="num">2)</b> [[пышный]], [[напыщенный]] (λόγοι Arph.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἱππόλοφος:''' -ον, αυτός που έχει [[χαίτη]] ή [[λοφίο]], [[περικεφαλαία]] από αλογότριχες, σε Ανθ.
|lsmtext='''ἱππόλοφος:''' -ον, αυτός που έχει [[χαίτη]] ή [[λοφίο]], [[περικεφαλαία]] από αλογότριχες, σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἱππόλοφος:''' ὁ<br /><b class="num">1)</b> [[снабженный султаном из конских волос]] ([[κόρυς]] Anth.);<br /><b class="num">2)</b> [[пышный]], [[напыщенный]] (λόγοι Arph.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=ἱππό-λοφος, ον<br />with [[horse]]-[[hair]] [[crest]], Ar., Anth.
|mdlsjtxt=ἱππό-λοφος, ον<br />with [[horse]]-[[hair]] [[crest]], Ar., Anth.
}}
}}

Revision as of 21:30, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἱππόλοφος Medium diacritics: ἱππόλοφος Low diacritics: ιππόλοφος Capitals: ΙΠΠΟΛΟΦΟΣ
Transliteration A: hippólophos Transliteration B: hippolophos Transliteration C: ippolofos Beta Code: i(ppo/lofos

English (LSJ)

ον, with horsehair crest, κόρυς IG12(2).129 (Mytilene); ἱ. λόγοι, by comic metaph., Ar.Ra.818.

German (Pape)

[Seite 1260] κόρυς, mit Roßhaaren besetzt, Ep. ad. 194 (App. 323).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
garni d’une crinière de cheval.
Étymologie: ἵππος, λόφος.

Russian (Dvoretsky)

ἱππόλοφος:
1) снабженный султаном из конских волос (κόρυς Anth.);
2) пышный, напыщенный (λόγοι Arph.).

Greek (Liddell-Scott)

ἱππόλοφος: -ον, ἔχων λόφον ἐξ ἱππείων τριχῶν, ἱππόλοφος κόρυς Ἀνθ. Π. παράρτ. 323˙ -ἱππόλ. Λόγοι, κατὰ κωμικὴν μεταφορ., Ἀριστοφ. Βάτρ. 818.

Greek Monolingual

ἱππόλοφος, -ον (Α)
1. αυτός που έχει λοφίο με τρίχες αλόγου
2. φρ. (μτφ. με κωμ. σημασία) «ἱππόλοφοι λόγοι» — αλογότριχες, λόγια σαν λοφία με τρίχες αλόγου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο)- + λόφος «λοφίο»].

Greek Monotonic

ἱππόλοφος: -ον, αυτός που έχει χαίτη ή λοφίο, περικεφαλαία από αλογότριχες, σε Ανθ.

Middle Liddell

ἱππό-λοφος, ον
with horse-hair crest, Ar., Anth.