ὀρθογώνιος: Difference between revisions
Ἀμήχανον δὲ παντὸς ἀνδρὸς ἐκμαθεῖν ψυχήν τε καὶ φρόνημα καὶ γνώμην πρὶν ἂν ἀρχαῖς τε καὶ νόμοισιν ἐντριβὴς φανῇ → It is impossible to know the spirit, thought, and mind of any man before he be versed in sovereignty and the laws
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0374.png Seite 374]] grad-, rechtwinklig, [[τρίγωνον]], Tim. Locr. 98 a, wie Ath. X, 418 f u. Mathem. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0374.png Seite 374]] grad-, rechtwinklig, [[τρίγωνον]], Tim. Locr. 98 a, wie Ath. X, 418 f u. Mathem. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὀρθογώνιος:''' [[прямоугольный]] ([[τρίγωνον]] Plat., Arst., Diog. L.; [[παραλληλόγραμμον]] Plut.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 7: | Line 10: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-α, -ο (Α [[ὀρθογώνιος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει ορθές γωνίες (α. «ορθογώνιο [[τρίγωνο]]» — [[τρίγωνο]] το οποίο έχει μία από τις γωνίες ορθή<br />β. «ορθογώνιο παραλληλόγραμμο» — παραλληλόγραμμο του οποίου οι πλευρές [[είναι]] ανά δύο κάθετες [[μεταξύ]] τους)<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το ορθογώνιο</i>(<i>ν</i>)<br />[[τετράπλευρο]] του οποίου οι [[τέσσερεις]] γωνίες [[είναι]] ορθές. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ορθογωνίως</i> και -α (Α ὀρθογωνίως)<br />[[κατά]] τρόπο ορθογώνιο, [[κατά]] ορθή [[γωνία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ορθ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[γώνιος]] (<span style="color: red;"><</span> [[γωνία]]), <b>πρβλ.</b> <i>οξυ</i>-[[γώνιος]]]. | |mltxt=-α, -ο (Α [[ὀρθογώνιος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει ορθές γωνίες (α. «ορθογώνιο [[τρίγωνο]]» — [[τρίγωνο]] το οποίο έχει μία από τις γωνίες ορθή<br />β. «ορθογώνιο παραλληλόγραμμο» — παραλληλόγραμμο του οποίου οι πλευρές [[είναι]] ανά δύο κάθετες [[μεταξύ]] τους)<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το ορθογώνιο</i>(<i>ν</i>)<br />[[τετράπλευρο]] του οποίου οι [[τέσσερεις]] γωνίες [[είναι]] ορθές. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ορθογωνίως</i> και -α (Α ὀρθογωνίως)<br />[[κατά]] τρόπο ορθογώνιο, [[κατά]] ορθή [[γωνία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ορθ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[γώνιος]] (<span style="color: red;"><</span> [[γωνία]]), <b>πρβλ.</b> <i>οξυ</i>-[[γώνιος]]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 21:40, 3 October 2022
German (Pape)
[Seite 374] grad-, rechtwinklig, τρίγωνον, Tim. Locr. 98 a, wie Ath. X, 418 f u. Mathem.
Russian (Dvoretsky)
ὀρθογώνιος: прямоугольный (τρίγωνον Plat., Arst., Diog. L.; παραλληλόγραμμον Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
ὀρθογώνιος: -ον, ὁ ἔχων ὀρθὴν γωνίαν, Τίμ. Λοκρ. 98Α, Ἀριστ. π. Ψυχῆς 2. 2, 2· - παρ’ Ἀρχύτ. ἐν Στοβ. Ἐκλογ. 1. 784, ὀρθὰ γωνία εἶναι ἡ πιθαν. γραφή, καὶ οὕτως ἀποκατεστάθη ἐν τῇ ἐκδ. τοῦ Meineke.
Greek Monolingual
-α, -ο (Α ὀρθογώνιος, -ον)
1. αυτός που έχει ορθές γωνίες (α. «ορθογώνιο τρίγωνο» — τρίγωνο το οποίο έχει μία από τις γωνίες ορθή
β. «ορθογώνιο παραλληλόγραμμο» — παραλληλόγραμμο του οποίου οι πλευρές είναι ανά δύο κάθετες μεταξύ τους)
2. το ουδ. ως ουσ. το ορθογώνιο(ν)
τετράπλευρο του οποίου οι τέσσερεις γωνίες είναι ορθές.
επίρρ...
ορθογωνίως και -α (Α ὀρθογωνίως)
κατά τρόπο ορθογώνιο, κατά ορθή γωνία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ορθ(ο)- + -γώνιος (< γωνία), πρβλ. οξυ-γώνιος].