ὁμόχωρος: Difference between revisions
ἰὼ, σκότος, ἐμὸν φάος, ἔρεβος ὦ φαεννότατον, ὡς ἐμοί, ἕλεσθ' ἕλεσθέ μ' οἰκήτορα → ah, darkness that is my light, gloom that is most bright for me, take me, take me to dwell in you
mNo edit summary |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0342.png Seite 342]] aus gleichem Lande, Landsmann, D. Cass. – Auch angrenzend, benachbart? | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0342.png Seite 342]] aus gleichem Lande, Landsmann, D. Cass. – Auch angrenzend, benachbart? | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὁμόχωρος:''' ὁ [[земляк]] Plut. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 18: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ομόχωρος]] -η, -ο και [[ομοχώριος]], -α, -ο (Α [[ὁμόχωρος]] και [[ὁμοχώριος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που κατάγεται από τον ίδιο [[τόπο]], [[συντοπίτης]]<br /><b>2.</b> [[γείτονας]], [[γειτονικός]], [[πλησιόχωρος]]<br /><b>3.</b> (<b>το αρσ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>οι ομόχωροι</i><br />(στο Βυζάντιο) άτομα τών οποίων τα αυτοτελή κτήματα βρίσκονταν στην [[ίδια]] φορολογική [[περιφέρεια]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ομ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>χωρος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[χῶρος]]), <b>πρβλ.</b> <i>στενό</i>-<i>χωρος</i>. Ο τ. <i>ὁμοχώριος</i> <span style="color: red;"><</span> <i>ομ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>χώριος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[χῶρος]]), <b>πρβλ.</b> <i>εγ</i>-<i>χώριος</i>]. | |mltxt=[[ομόχωρος]] -η, -ο και [[ομοχώριος]], -α, -ο (Α [[ὁμόχωρος]] και [[ὁμοχώριος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που κατάγεται από τον ίδιο [[τόπο]], [[συντοπίτης]]<br /><b>2.</b> [[γείτονας]], [[γειτονικός]], [[πλησιόχωρος]]<br /><b>3.</b> (<b>το αρσ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>οι ομόχωροι</i><br />(στο Βυζάντιο) άτομα τών οποίων τα αυτοτελή κτήματα βρίσκονταν στην [[ίδια]] φορολογική [[περιφέρεια]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ομ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>χωρος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[χῶρος]]), <b>πρβλ.</b> <i>στενό</i>-<i>χωρος</i>. Ο τ. <i>ὁμοχώριος</i> <span style="color: red;"><</span> <i>ομ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>χώριος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[χῶρος]]), <b>πρβλ.</b> <i>εγ</i>-<i>χώριος</i>]. | ||
}} | }} |
Revision as of 21:55, 3 October 2022
English (LSJ)
ον, neighbouring, [ἔθνη] D.C.Fr.74.1; οἱ ὁ. Id.38.45.2, al.
German (Pape)
[Seite 342] aus gleichem Lande, Landsmann, D. Cass. – Auch angrenzend, benachbart?
Russian (Dvoretsky)
ὁμόχωρος: ὁ земляк Plut.
Greek (Liddell-Scott)
ὁμόχωρος: -ον, ὁ ἐκ τῆς αὐτῆς χώρας, συντοπίτης, Δίωνος Κ. Ἀποσπ. Peiresc 79, κτλ. ΙΙ. ὁ πλησιόχωρος, γείτων. - Ὁ τύπος ὁμοχώριος ἀπαντᾷ ἐν Γλωσσ.
Greek Monolingual
ομόχωρος -η, -ο και ομοχώριος, -α, -ο (Α ὁμόχωρος και ὁμοχώριος, -ον)
1. αυτός που κατάγεται από τον ίδιο τόπο, συντοπίτης
2. γείτονας, γειτονικός, πλησιόχωρος
3. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οι ομόχωροι
(στο Βυζάντιο) άτομα τών οποίων τα αυτοτελή κτήματα βρίσκονταν στην ίδια φορολογική περιφέρεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)- + -χωρος (< χῶρος), πρβλ. στενό-χωρος. Ο τ. ὁμοχώριος < ομ(ο)- + -χώριος (< χῶρος), πρβλ. εγ-χώριος].