ὑποδύτης: Difference between revisions

From LSJ

Τὸ γὰρ θανεῖν οὐκ αἰσχρόν, ἀλλ' αἰσχρῶς θανεῖν → Mors ipsa non est foeda, sed foede mori → Das Sterben bringt nicht Schmach, doch sterben in der Schmach

Menander, Monostichoi, 504
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />vêtement qu’on met sous la cuirasse.<br />'''Étymologie:''' [[ὑποδύω]].
|btext=ου (ὁ) :<br />vêtement qu’on met sous la cuirasse.<br />'''Étymologie:''' [[ὑποδύω]].
}}
{{elru
|elrutext='''ὑποδύτης:''' ου ὁ одежда, надеваемая под броню Diod., Plut.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὑποδύτης:''' [ῠ], -ου, ὁ, χιτώντας [[φορεμένος]] [[κάτω]] από τον θώρακα, σε Πλούτ.
|lsmtext='''ὑποδύτης:''' [ῠ], -ου, ὁ, χιτώντας [[φορεμένος]] [[κάτω]] από τον θώρακα, σε Πλούτ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὑποδύτης:''' ου ὁ одежда, надеваемая под броню Diod., Plut.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=ὑ˘ποδύτης, ου, ὁ,<br />a [[garment]] under a [[coat]] of [[mail]], Plut.
|mdlsjtxt=ὑ˘ποδύτης, ου, ὁ,<br />a [[garment]] under a [[coat]] of [[mail]], Plut.
}}
}}

Revision as of 22:05, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑποδῠτης Medium diacritics: ὑποδύτης Low diacritics: υποδύτης Capitals: ΥΠΟΔΥΤΗΣ
Transliteration A: hypodýtēs Transliteration B: hypodytēs Transliteration C: ypodytis Beta Code: u(podu/ths

English (LSJ)

ου, ὁ, garment worn under a coat of mail, PEnteux.32.6 (iii B. C.), D.S.17.44, Plu.Phil.11; simply undergarment, LXX Ex.28.(27) 31, IG5(1).1390.20 (Andania, i B. C.), J.BJ5.5.7.

German (Pape)

[Seite 1216] ὁ, Unterkleid unter dem Panzer; Plut. Philop. 11; D. Sic. 17, 44.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
vêtement qu’on met sous la cuirasse.
Étymologie: ὑποδύω.

Russian (Dvoretsky)

ὑποδύτης: ου ὁ одежда, надеваемая под броню Diod., Plut.

Greek (Liddell-Scott)

ὑποδύτης: [ῠ], -ου, ὁ, (ὑποδύω) χιτωνίσκος ὑπὸ τὸν θώρακα φορούμενος, Διόδ. 17. 44, Πλουτ. Φιλοπ. 11. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 431.

Greek Monolingual

ο / ὑποδύτης, ΝΑ, και ὑποδυτής Α ὑποδύω, -ομαι]
νεοελλ.
πουκάμισο, συνήθως βαμβακερό, τών στρατιωτικών
αρχ.
1. είδος ενδύματος που φορούσαν κάτω από τον θώρακα, είδος πανοπλίας («ἐποίησαν τὸν ὑποδύτην ὑπὸ τὴν ὑπωμίδα», ΠΔ)
2. εσώρουχο.
ὁ, Α
βλ. υποδύτης.

Greek Monotonic

ὑποδύτης: [ῠ], -ου, ὁ, χιτώντας φορεμένος κάτω από τον θώρακα, σε Πλούτ.

Middle Liddell

ὑ˘ποδύτης, ου, ὁ,
a garment under a coat of mail, Plut.