ὑπορρίπτω: Difference between revisions
ἐάν μή διδάξητε περί ἀρετὴς τούς τό ἀργύριον κλέψαντας, οὐ ταξόμεθα οἱ ὁπλῖται → if you don't teach those who have stolen money a lesson on moral virtue, we, the hoplites, will not line up
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=<b>1</b> jeter sous;<br /><b>2</b> soumettre.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπό]], [[ῥίπτω]]. | |btext=<b>1</b> jeter sous;<br /><b>2</b> soumettre.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπό]], [[ῥίπτω]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὑπορρίπτω:''' [[подбрасывать]], [[бросать]] (τινὰ τοῖς θηρίοις Plut.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 21: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ὑπορρίπτω:''' μέλ. <i>-ψω</i>, [[ρίχνω]] από [[κάτω]], [[ὑπορρίπτω]] τινὰ τοῖς θηρίοις, [[ρίχνω]] κάποιον στα άγρια θηρία, σε Πλούτ. | |lsmtext='''ὑπορρίπτω:''' μέλ. <i>-ψω</i>, [[ρίχνω]] από [[κάτω]], [[ὑπορρίπτω]] τινὰ τοῖς θηρίοις, [[ρίχνω]] κάποιον στα άγρια θηρία, σε Πλούτ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=fut. ψω<br />to [[throw]] under, ὑπ. τινὰ τοῖς θηρίοις to [[throw]] him to the [[wild]] beasts, Plut. | |mdlsjtxt=fut. ψω<br />to [[throw]] under, ὑπ. τινὰ τοῖς θηρίοις to [[throw]] him to the [[wild]] beasts, Plut. | ||
}} | }} |
Revision as of 22:15, 3 October 2022
English (LSJ)
A throw down or under, ὑ. τινὰ τοῖς θηρίοις throw him to the wild beasts, Plu.Eum.17; πικροῖς δεσπόταις ὑ. ἑαυτούς Ph.1.376; so ὑπορριπτέω, App.Mith.38; πᾶν γένος δελέατος ὑπερρίπτει prob. cj. in Plb.29.8.3. 2 insert under, ὑπορρίπτειν τὸ σπαθίον ὑπὸ τοὺς χιτῶνας Hippiatr.20.
French (Bailly abrégé)
1 jeter sous;
2 soumettre.
Étymologie: ὑπό, ῥίπτω.
Russian (Dvoretsky)
ὑπορρίπτω: подбрасывать, бросать (τινὰ τοῖς θηρίοις Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
ὑπορρίπτω: ῥίπτω ὑποκάτω, ὑπ. τινὰ τοῖς θηρίοις, ῥίπτω τινὰ εἰς τὰ ἄγρια θηρία, Πλουτ. Εὐμέν. 17· πικροῖς δεσπόταις ὑπ. ἑαυτοὺς Φίλων 1. 376 οὕτως, ὑπορριπτέω, Ἀππ. Μιθρ. 38, Γρηγ. Ναζ. σ. 119, 16.
Greek Monolingual
-έω, Α
ὑπορρίπτω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. του ὑπορρίπτω κατά τα συνηρημένα].
Α ῥίπτω
ρίχνω από κάτω και μπροστά.
Greek Monotonic
ὑπορρίπτω: μέλ. -ψω, ρίχνω από κάτω, ὑπορρίπτω τινὰ τοῖς θηρίοις, ρίχνω κάποιον στα άγρια θηρία, σε Πλούτ.
Middle Liddell
fut. ψω
to throw under, ὑπ. τινὰ τοῖς θηρίοις to throw him to the wild beasts, Plut.