ενδεής: Difference between revisions

From LSJ

τὸ δὲ μέλλον ἀκριβῶς οἶδεν οὐδεὶς θνατὸς ὅπᾳ φέρεται → but as for the future no mortal knows for certain where he is bound

Source
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ")
m (Text replacement - "εῑς" to "εῖς")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ές (AM [[ἐνδεής]], -ές)<br />[[εκείνος]] που του λείπουν [[ακόμη]] και τα απαραίτητα για τη ζωή του, [[άπορος]], [[πάμφτωχος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> ο [[ενδεής]]<br />[[γένος]] κολεόπτερων εντόμων<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> αυτός που έχει [[έλλειψη]] από [[κάτι]], [[ανάγκη]] να αποκτήσει [[κάτι]] («[[ἐνδεής]] τίνος», «πολλῶν [[ἐνδεής]]», «σμικροῦ τινος [[ἐνδεής]]»<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ἐνδεές</i><br />η [[ένδεια]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[εκείνος]] που υπολείπεται ως [[προς]] [[κάτι]], που παρουσιάζει [[έλλειψη]] σε [[κάτι]] («τῇ παρασκευῇ ἐνδεὴς ἐγένετο»)<br /><b>2.</b> [[κατώτερος]], [[υποδεέστερος]] από κάποιον ως [[προς]] [[κάτι]] («γένει τε οὐδενός [[ἐνδεής]]»)<br /><b>3.</b> [[ατελής]], [[ανεπαρκής]]<br />(«αἱ πρῶται ξυνθῆκαι... ἐνδεεῑς [[εἶναι]]»)<br /><b>4.</b> (ως όρος της γραμματικής) [[ελλειπτικός]].
|mltxt=-ές (AM [[ἐνδεής]], -ές)<br />[[εκείνος]] που του λείπουν [[ακόμη]] και τα απαραίτητα για τη ζωή του, [[άπορος]], [[πάμφτωχος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> ο [[ενδεής]]<br />[[γένος]] κολεόπτερων εντόμων<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> αυτός που έχει [[έλλειψη]] από [[κάτι]], [[ανάγκη]] να αποκτήσει [[κάτι]] («[[ἐνδεής]] τίνος», «πολλῶν [[ἐνδεής]]», «σμικροῦ τινος [[ἐνδεής]]»<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ἐνδεές</i><br />η [[ένδεια]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[εκείνος]] που υπολείπεται ως [[προς]] [[κάτι]], που παρουσιάζει [[έλλειψη]] σε [[κάτι]] («τῇ παρασκευῇ ἐνδεὴς ἐγένετο»)<br /><b>2.</b> [[κατώτερος]], [[υποδεέστερος]] από κάποιον ως [[προς]] [[κάτι]] («γένει τε οὐδενός [[ἐνδεής]]»)<br /><b>3.</b> [[ατελής]], [[ανεπαρκής]]<br />(«αἱ πρῶται ξυνθῆκαι... ἐνδεεῖς [[εἶναι]]»)<br /><b>4.</b> (ως όρος της γραμματικής) [[ελλειπτικός]].
}}
}}

Latest revision as of 09:10, 13 October 2022

Greek Monolingual

-ές (AM ἐνδεής, -ές)
εκείνος που του λείπουν ακόμη και τα απαραίτητα για τη ζωή του, άπορος, πάμφτωχος
νεοελλ.
το αρσ. ως ουσ. ο ενδεής
γένος κολεόπτερων εντόμων
αρχ.-μσν.
1. αυτός που έχει έλλειψη από κάτι, ανάγκη να αποκτήσει κάτιἐνδεής τίνος», «πολλῶν ἐνδεής», «σμικροῦ τινος ἐνδεής»
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐνδεές
η ένδεια
αρχ.
1. εκείνος που υπολείπεται ως προς κάτι, που παρουσιάζει έλλειψη σε κάτι («τῇ παρασκευῇ ἐνδεὴς ἐγένετο»)
2. κατώτερος, υποδεέστερος από κάποιον ως προς κάτι («γένει τε οὐδενός ἐνδεής»)
3. ατελής, ανεπαρκής
(«αἱ πρῶται ξυνθῆκαι... ἐνδεεῖς εἶναι»)
4. (ως όρος της γραμματικής) ελλειπτικός.