ψέλιο: Difference between revisions

From LSJ

Ζῶμεν γὰρ οὐχ ὡς θέλομεν, ἀλλ' ὡς δυνάμεθα → Ut quimus, haud ut volumus, aevum ducimus → nicht wie wir wollen, sondern können, leben wir

Menander, Monostichoi, 190
m (Text replacement - "ἡμεῑς" to "ἡμεῖς")
m (Text replacement - "εῑς" to "εῖς")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=το / [[ψέλιον]], ΝΑ, και ψέλι Ν, και [[ψέλλιον]] και [[σπέλιον]] και αιολ. τ. [[σπέλλιον]] και ψίλ(λ)ιον, Α<br />[[κόσμημα]] σε [[σχήμα]] κρίκου για τον βραχίονα ή για τον καρπό του χεριού ή και για τα σφυρά τών ποδιών, [[βραχιόλι]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>στρ.</b> [[καθένας]] από τους ορειχάλκινους δακτυλίους που περιβάλλουν [[κατά]] διαστήματα και συγκρατούν την [[κάννη]] και το [[κοντάκιο]] φορητού όπλου<br /><b>2.</b> <b>ναυτ.</b> [[μεταλλικός]] [[δακτύλιος]] ο [[οποίος]] τοποθετείται στο ομμάτιο ιστίου<br /><b>3.</b> (<b>κατ' επέκτ.</b>) [[καθετί]] που έχει αυτό το [[σχήμα]], [[κρίκος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>πιθ.</b> [[είδος]] μεταλλικού εργαλείου για αγροτικές εργασίες<br /><b>2.</b> αστρονομικό όργανο αποτελούμενο από κρίκο που παρίστανε τον ισημερινό<br /><b>3.</b> (ως μτγν. τ. του [[ψάλιον]]) [[χαλινός]]<br /><b>4.</b> ([[κατά]] τον Αμμων. Επιγρ.) «οἱ Δωριεῑς [[ψέλλιον]] καλοῦσι τὸ [[ἄκρον]]<br />[[ὅθεν]] καὶ ἡμεῖς τὴν ἐπ' [[ἄκρων]] χειλέων λεγομένην προσῳδίαν ψιλὴν ἐκαλέσαμεν, ὤς φησι Τρύφων».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται για παρλλ. τ. του [[ψάλιον]] ([[πρβλ]]. [[ψαλίς]]: [[ψελίς]]). Για ετυμολ. <b>βλ. λ.</b> [[ψαλίδα]], [[ψάλιον]] και [[ψαλόν]]].
|mltxt=το / [[ψέλιον]], ΝΑ, και ψέλι Ν, και [[ψέλλιον]] και [[σπέλιον]] και αιολ. τ. [[σπέλλιον]] και ψίλ(λ)ιον, Α<br />[[κόσμημα]] σε [[σχήμα]] κρίκου για τον βραχίονα ή για τον καρπό του χεριού ή και για τα σφυρά τών ποδιών, [[βραχιόλι]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>στρ.</b> [[καθένας]] από τους ορειχάλκινους δακτυλίους που περιβάλλουν [[κατά]] διαστήματα και συγκρατούν την [[κάννη]] και το [[κοντάκιο]] φορητού όπλου<br /><b>2.</b> <b>ναυτ.</b> [[μεταλλικός]] [[δακτύλιος]] ο [[οποίος]] τοποθετείται στο ομμάτιο ιστίου<br /><b>3.</b> (<b>κατ' επέκτ.</b>) [[καθετί]] που έχει αυτό το [[σχήμα]], [[κρίκος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>πιθ.</b> [[είδος]] μεταλλικού εργαλείου για αγροτικές εργασίες<br /><b>2.</b> αστρονομικό όργανο αποτελούμενο από κρίκο που παρίστανε τον ισημερινό<br /><b>3.</b> (ως μτγν. τ. του [[ψάλιον]]) [[χαλινός]]<br /><b>4.</b> ([[κατά]] τον Αμμων. Επιγρ.) «οἱ Δωριεῖς [[ψέλλιον]] καλοῦσι τὸ [[ἄκρον]]<br />[[ὅθεν]] καὶ ἡμεῖς τὴν ἐπ' [[ἄκρων]] χειλέων λεγομένην προσῳδίαν ψιλὴν ἐκαλέσαμεν, ὤς φησι Τρύφων».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται για παρλλ. τ. του [[ψάλιον]] ([[πρβλ]]. [[ψαλίς]]: [[ψελίς]]). Για ετυμολ. <b>βλ. λ.</b> [[ψαλίδα]], [[ψάλιον]] και [[ψαλόν]]].
}}
}}

Latest revision as of 09:15, 13 October 2022

Greek Monolingual

το / ψέλιον, ΝΑ, και ψέλι Ν, και ψέλλιον και σπέλιον και αιολ. τ. σπέλλιον και ψίλ(λ)ιον, Α
κόσμημα σε σχήμα κρίκου για τον βραχίονα ή για τον καρπό του χεριού ή και για τα σφυρά τών ποδιών, βραχιόλι
νεοελλ.
1. στρ. καθένας από τους ορειχάλκινους δακτυλίους που περιβάλλουν κατά διαστήματα και συγκρατούν την κάννη και το κοντάκιο φορητού όπλου
2. ναυτ. μεταλλικός δακτύλιος ο οποίος τοποθετείται στο ομμάτιο ιστίου
3. (κατ' επέκτ.) καθετί που έχει αυτό το σχήμα, κρίκος
αρχ.
1. πιθ. είδος μεταλλικού εργαλείου για αγροτικές εργασίες
2. αστρονομικό όργανο αποτελούμενο από κρίκο που παρίστανε τον ισημερινό
3. (ως μτγν. τ. του ψάλιον) χαλινός
4. (κατά τον Αμμων. Επιγρ.) «οἱ Δωριεῖς ψέλλιον καλοῦσι τὸ ἄκρον
ὅθεν καὶ ἡμεῖς τὴν ἐπ' ἄκρων χειλέων λεγομένην προσῳδίαν ψιλὴν ἐκαλέσαμεν, ὤς φησι Τρύφων».
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για παρλλ. τ. του ψάλιον (πρβλ. ψαλίς: ψελίς). Για ετυμολ. βλ. λ. ψαλίδα, ψάλιον και ψαλόν].