ένειμι: Difference between revisions

From LSJ

στάζει γὰρ αὖ μοι φοίνιον τόδ᾽ἐκ βυθοῦ κηκῖον αἷμαblood oozing from the deep wound, bloody gore drops oozing from the depths of my wound

Source
m (Text replacement - "τοῑσι" to "τοῖσι")
m (Text replacement - "εῑς" to "εῖς")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἔνειμι]] (Α)<br /><b>1.</b> [[υπάρχω]], βρίσκομαι [[μέσα]] σε [[κάτι]] («[[ὅσσος]] τις [[χρυσός]] τε καὶ [[ἄργυρος]] ἀσκῷ ἔνεστιν», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> (με δοτ.) [[είμαι]], [[υπάρχω]] [[ανάμεσα]] σε [[πολλά]] («ἐν γὰρ δὴ τούτοισι καὶ αὐτοὶ ἐνεσόμεθα», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>3.</b> [[υπάρχω]] («σίτου οὐκ ἐνόντος», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>4.</b> <b>απρόσ.</b> <i>ἔνεστι</i><br />[[είναι]] δυνατό (α. «[[ἄρνησις]] οὐκ ἔνεστιν ὧν ἀνιστορεῑς», <b>Σοφ.</b><br />β. «οὐ γὰρ δὴ τοῦτο γ' ἔνεστιν εἰπεῖν», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>5.</b> (απρόσ. με δοτ. προσ. και απρμφ.) εξαρτάται από κάποιον, [[είναι]] στο [[χέρι]] κάποιου («[[ὅμως]] δ' ἔνεστι, τοῖσιν εὖ σκοπουμένοις ταρβεῖν τὸν εὖ πράσσοντα», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>6.</b> <b>φρ.</b> «[[χρόνος]] ἐνέσται» — θα χρειαστεί [[καιρός]]<br /><b>7.</b> <b>(μτχ.)</b> <b>απόλ.</b> [[ἐνόν]]<br />δυνατόν («[[ἐνόν]] αὐτοῖς σῷζεσθαι», Ηρωδιανός)<br /><b>8.</b> (μτχ. με [[άρθρο]]) τὸ [[ἐνόν]]<br />α) [[κάθε]] τι δυνατό («πᾱν τὸ ἐνὸν ἐκλέγων», <b>Θουκ.</b>)<br />β) <b>στον πληθ.</b> <i>τὰ ἐνόντα</i><br />[[φορτίο]] ή προμήθειες πλοίου<br />γ) <i>ἐκ τῶν ἐνόντων</i> (αρχ.-μσν.-νεοελλ.)<br />με όσα [[μέσα]] υπάρχουν στη [[διάθεση]] μας, [[πρόχειρα]].
|mltxt=[[ἔνειμι]] (Α)<br /><b>1.</b> [[υπάρχω]], βρίσκομαι [[μέσα]] σε [[κάτι]] («[[ὅσσος]] τις [[χρυσός]] τε καὶ [[ἄργυρος]] ἀσκῷ ἔνεστιν», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> (με δοτ.) [[είμαι]], [[υπάρχω]] [[ανάμεσα]] σε [[πολλά]] («ἐν γὰρ δὴ τούτοισι καὶ αὐτοὶ ἐνεσόμεθα», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>3.</b> [[υπάρχω]] («σίτου οὐκ ἐνόντος», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>4.</b> <b>απρόσ.</b> <i>ἔνεστι</i><br />[[είναι]] δυνατό (α. «[[ἄρνησις]] οὐκ ἔνεστιν ὧν ἀνιστορεῖς», <b>Σοφ.</b><br />β. «οὐ γὰρ δὴ τοῦτο γ' ἔνεστιν εἰπεῖν», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>5.</b> (απρόσ. με δοτ. προσ. και απρμφ.) εξαρτάται από κάποιον, [[είναι]] στο [[χέρι]] κάποιου («[[ὅμως]] δ' ἔνεστι, τοῖσιν εὖ σκοπουμένοις ταρβεῖν τὸν εὖ πράσσοντα», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>6.</b> <b>φρ.</b> «[[χρόνος]] ἐνέσται» — θα χρειαστεί [[καιρός]]<br /><b>7.</b> <b>(μτχ.)</b> <b>απόλ.</b> [[ἐνόν]]<br />δυνατόν («[[ἐνόν]] αὐτοῖς σῷζεσθαι», Ηρωδιανός)<br /><b>8.</b> (μτχ. με [[άρθρο]]) τὸ [[ἐνόν]]<br />α) [[κάθε]] τι δυνατό («πᾱν τὸ ἐνὸν ἐκλέγων», <b>Θουκ.</b>)<br />β) <b>στον πληθ.</b> <i>τὰ ἐνόντα</i><br />[[φορτίο]] ή προμήθειες πλοίου<br />γ) <i>ἐκ τῶν ἐνόντων</i> (αρχ.-μσν.-νεοελλ.)<br />με όσα [[μέσα]] υπάρχουν στη [[διάθεση]] μας, [[πρόχειρα]].
}}
}}

Revision as of 09:19, 13 October 2022

Greek Monolingual

ἔνειμι (Α)
1. υπάρχω, βρίσκομαι μέσα σε κάτιὅσσος τις χρυσός τε καὶ ἄργυρος ἀσκῷ ἔνεστιν», Ομ. Οδ.)
2. (με δοτ.) είμαι, υπάρχω ανάμεσα σε πολλά («ἐν γὰρ δὴ τούτοισι καὶ αὐτοὶ ἐνεσόμεθα», Ηρόδ.)
3. υπάρχω («σίτου οὐκ ἐνόντος», Θουκ.)
4. απρόσ. ἔνεστι
είναι δυνατό (α. «ἄρνησις οὐκ ἔνεστιν ὧν ἀνιστορεῖς», Σοφ.
β. «οὐ γὰρ δὴ τοῦτο γ' ἔνεστιν εἰπεῖν», Δημοσθ.)
5. (απρόσ. με δοτ. προσ. και απρμφ.) εξαρτάται από κάποιον, είναι στο χέρι κάποιου («ὅμως δ' ἔνεστι, τοῖσιν εὖ σκοπουμένοις ταρβεῖν τὸν εὖ πράσσοντα», Σοφ.)
6. φρ. «χρόνος ἐνέσται» — θα χρειαστεί καιρός
7. (μτχ.) απόλ. ἐνόν
δυνατόν («ἐνόν αὐτοῖς σῷζεσθαι», Ηρωδιανός)
8. (μτχ. με άρθρο) τὸ ἐνόν
α) κάθε τι δυνατό («πᾱν τὸ ἐνὸν ἐκλέγων», Θουκ.)
β) στον πληθ. τὰ ἐνόντα
φορτίο ή προμήθειες πλοίου
γ) ἐκ τῶν ἐνόντων (αρχ.-μσν.-νεοελλ.)
με όσα μέσα υπάρχουν στη διάθεση μας, πρόχειρα.