καθυπάρχω: Difference between revisions

From LSJ

Ὅμηρον ἐξ Ὁμήρου σαφηνίζεινexplain Homer from Homer, explain Homer with Homer

Source
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (Text replacement - "εῑ" to "εῖ")
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[καθυπάρχω]] (Α)<br />(επιτατ. του [[υπάρχω]]) [[υπάρχω]] από την [[αρχή]] («πρώτῳ γὰρ ἐκείνῳ δοκεῑ τοῦτο καθυπάρξαι», <b>Πλούτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>) - <span style="color: red;">+</span> <i>ὑπ</i>-[[άρχω]]].
|mltxt=[[καθυπάρχω]] (Α)<br />(επιτατ. του [[υπάρχω]]) [[υπάρχω]] από την [[αρχή]] («πρώτῳ γὰρ ἐκείνῳ δοκεῖ τοῦτο καθυπάρξαι», <b>Πλούτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>) - <span style="color: red;">+</span> <i>ὑπ</i>-[[άρχω]]].
}}
}}

Revision as of 09:35, 13 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καθυπάρχω Medium diacritics: καθυπάρχω Low diacritics: καθυπάρχω Capitals: ΚΑΘΥΠΑΡΧΩ
Transliteration A: kathypárchō Transliteration B: kathyparchō Transliteration C: kathyparcho Beta Code: kaqupa/rxw

English (LSJ)

strengthened for ὑπάρχω, Plu.Cic.23.

German (Pape)

[Seite 1289] = ὑπάρχω, Plut. Cic. 23.

French (Bailly abrégé)

c. ὑπάρχω.

Russian (Dvoretsky)

κᾰθῠπάρχω: быть в наличии: πρώτῳ ἐκείνῳ δοκεῖ τοῦτο καθυπάρξαι Plut. это (звание) было ему, кажется, присуждено первому.

Greek (Liddell-Scott)

καθυπάρχω: ἐπιτεταμ. ἀντὶ τοῦ ὑπάρχω, Πλουτ, Κικέρων, 23.

Greek Monolingual

καθυπάρχω (Α)
(επιτατ. του υπάρχω) υπάρχω από την αρχή («πρώτῳ γὰρ ἐκείνῳ δοκεῖ τοῦτο καθυπάρξαι», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) - + ὑπ-άρχω].