καθυπάρχω: Difference between revisions
From LSJ
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
m (Text replacement - "εῑ" to "εῖ") |
||
Line 23: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[καθυπάρχω]] (Α)<br />(επιτατ. του [[υπάρχω]]) [[υπάρχω]] από την [[αρχή]] («πρώτῳ γὰρ ἐκείνῳ | |mltxt=[[καθυπάρχω]] (Α)<br />(επιτατ. του [[υπάρχω]]) [[υπάρχω]] από την [[αρχή]] («πρώτῳ γὰρ ἐκείνῳ δοκεῖ τοῦτο καθυπάρξαι», <b>Πλούτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>) - <span style="color: red;">+</span> <i>ὑπ</i>-[[άρχω]]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 09:35, 13 October 2022
English (LSJ)
strengthened for ὑπάρχω, Plu.Cic.23.
German (Pape)
[Seite 1289] = ὑπάρχω, Plut. Cic. 23.
French (Bailly abrégé)
c. ὑπάρχω.
Russian (Dvoretsky)
κᾰθῠπάρχω: быть в наличии: πρώτῳ ἐκείνῳ δοκεῖ τοῦτο καθυπάρξαι Plut. это (звание) было ему, кажется, присуждено первому.
Greek (Liddell-Scott)
καθυπάρχω: ἐπιτεταμ. ἀντὶ τοῦ ὑπάρχω, Πλουτ, Κικέρων, 23.
Greek Monolingual
καθυπάρχω (Α)
(επιτατ. του υπάρχω) υπάρχω από την αρχή («πρώτῳ γὰρ ἐκείνῳ δοκεῖ τοῦτο καθυπάρξαι», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) - + ὑπ-άρχω].