δευτερεῖος: Difference between revisions
οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (Text replacement - "εῑ" to "εῖ") |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt= | |mltxt=δευτερεῖος, -α, -ον (Α)<br /><b>1.</b> ο δεύτερης ποιότητας<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. εν. ως ουσ.</b> α) τα [[δευτερεία]], η δεύτερη [[θέση]]<br />β) η δευτερεύουσα [[ενέργεια]]. | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=δευτερεῖος -α -ον [δεύτερος] subst. τὰ δευτερεῖα de tweede prijs. | |elnltext=δευτερεῖος -α -ον [δεύτερος] subst. τὰ δευτερεῖα de tweede prijs. | ||
}} | }} |
Revision as of 09:37, 13 October 2022
English (LSJ)
α, ον, A of second quality, Dsc.1.49; ἄρτοι Gp.2.32.3; βίρρος Edict.Diocl. 7.43. II neut. pl. δευτερεῖα (sc. ἆθλα), τά, second prize in a contest, hence second place or rank, δ. νέμειν τινί Hdt.1.32; δευτερείοισι ὑπερβάλλειν votes for second place, Id.8.123, cf. Pl.Phlb.22c, etc.:—later in sg., CIG2360.29 (Delos), 2759 (Aphrodisias), D.L.2.133. 2 secondary action, Arist.Pr.921b36.
Spanish (DGE)
-α, -ον
I secundario, de segundo orden, de calidad inferior ἄρτοι Gp.2.32.3, βίρρος DP 7.43, cf. Dsc.1.49.
II subst. τὸ δ.
1 neutr. plu. τὰ δευτερεῖα (sc. ἆθλα) el segundo premio de un certamen τὰ δ. τῆς δαϊσφάλτου πάλης λάβοντα Lyc.170, cf. 1011, Plu.2.740a, Art.14, tb. en sg. IG 12(5).647.29 (Ceos III a.C.), SEG 38.1462.41 (Enoanda II d.C.), IAphrodisias 3.53 (imper.), D.L.2.133
•el segundo lugar o puesto εὐδαιμονίης δευτερεῖα ἔνεμε τούτοισι Hdt.1.32, δευτερείοισι ὑπερβάλλετο destacó (sobre los demás) para el segundo puesto Hdt.8.123, cf. Pl.Phlb.22c, Plu.2.871d, 872a, D.C.52.19.4, Epit.7.19.10, de ciertos pecados Clem.Ep.7.4
•del hijo de Dios τὰ δ. τῆς βασιλείας Eus.HE 1.2.11.
2 efecto secundario τὸ δ. αὐτῆς κρεῖττον ἂν εἴη ἢ τὸ τῶν ἄλλων Arist.Pr.921b36.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui est au second rang, secondaire ; pl. τὰ δευτερεῖα la seconde place, le second rang, le second prix.
Étymologie: δεύτερος.
Greek Monolingual
δευτερεῖος, -α, -ον (Α)
1. ο δεύτερης ποιότητας
2. το ουδ. εν. ως ουσ. α) τα δευτερεία, η δεύτερη θέση
β) η δευτερεύουσα ενέργεια.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
δευτερεῖος -α -ον [δεύτερος] subst. τὰ δευτερεῖα de tweede prijs.