συμπέτομαι: Difference between revisions

From LSJ

Ὁ μὴ δαρεὶς ἄνθρωπος οὐ παιδεύεται → Male eruditur ille, qui non vapulat → nicht recht erzogen wird ein nicht geschundner Mensch

Menander, Monostichoi, 422
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
m (Text replacement - "εῑ" to "εῖ")
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=Α [[πέτομαι]]<br />[[πετώ]] [[μαζί]] με άλλον («καὶ συμπέτονται τὴν ἐναέριον ἐκείνην μεῑξιν τῇ πτήσει μὴ διαφθείρουσαι», <b>Λουκιαν.</b>).
|mltxt=Α [[πέτομαι]]<br />[[πετώ]] [[μαζί]] με άλλον («καὶ συμπέτονται τὴν ἐναέριον ἐκείνην μεῖξιν τῇ πτήσει μὴ διαφθείρουσαι», <b>Λουκιαν.</b>).
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 10:00, 13 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συμπέτομαι Medium diacritics: συμπέτομαι Low diacritics: συμπέτομαι Capitals: ΣΥΜΠΕΤΟΜΑΙ
Transliteration A: sympétomai Transliteration B: sympetomai Transliteration C: sympetomai Beta Code: sumpe/tomai

English (LSJ)

fly with or together, Luc.Musc.Enc.6, Ael.NA2.48; νεβροῖς Philostr.Im.2.2.

German (Pape)

[Seite 987] (s. πέτομαι), dep. med., mit, zugleich, zusammen fliegen, Luc. musc. enc. 6.

French (Bailly abrégé)

voler ensemble ou avec.
Étymologie: σύν, πέτομαι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συμ-πέτομαι samen vliegen.

Russian (Dvoretsky)

συμπέτομαι: лететь одновременно или вместе Luc.

Greek Monolingual

Α πέτομαι
πετώ μαζί με άλλον («καὶ συμπέτονται τὴν ἐναέριον ἐκείνην μεῖξιν τῇ πτήσει μὴ διαφθείρουσαι», Λουκιαν.).

Greek Monotonic

συμπέτομαι: αποθ., πετώ με κάποιον ή ομαδικά, σε Λουκ.

Greek (Liddell-Scott)

συμπέτομαι: ἀποθ., πέτομαι μετά τινος ἢ ὁμοῦ, Λουκ. Μυίας Ἐγκώμ. 6, Αἰλ. π. Ζ. 2. 48, Φιλοστρ. Εἰκόνες σ. 812 ἐν τέλει.

Middle Liddell

Dep. to fly with or together, Luc.