φορεῖον: Difference between revisions

From LSJ

εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος → in the name of the Father, and of the Son, and of the Holy Spirit

Source
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
(CSV import)
Line 27: Line 27:
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[φορεῖον]], ου, τό, [[φέρω]]<br />a [[litter]], Lat. lecti_ca, Dinarch.
|mdlsjtxt=[[φορεῖον]], ου, τό, [[φέρω]]<br />a [[litter]], Lat. lecti_ca, Dinarch.
}}
{{mantoulidis
|mantxt=Ἀπό τό [[φέρω]], ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
}}
}}

Revision as of 14:00, 14 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φορεῖον Medium diacritics: φορεῖον Low diacritics: φορείον Capitals: ΦΟΡΕΙΟΝ
Transliteration A: phoreîon Transliteration B: phoreion Transliteration C: foreion Beta Code: forei=on

English (LSJ)

τό, (φορά, φέρω) A litter, sedan-chair, Din.1.36, Plb.30.25.18 (pl.), Sor. 1.49, Plu.Eum.14, D.L.5.41, etc.; written φόριον, LXX 2 Ma.3.27. 2 beast of burden, ib.Ge.45.17. II porter's wages, Poll.7.133.

German (Pape)

[Seite 1299] τό, 1) Trage, Tragbahre, Tragsessel, Sänfte, ἐπὶ φορείου κατακομίζεσθαι ὁδόν Din. 1, 36, u. Sp., wie Plut. Num. 10, D. L. 5, 41. – 2) Trägerlohn, Poll. 7, 133.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
chaise à porteurs, litière.
Étymologie: φορεύς.

Russian (Dvoretsky)

φορεῖον: τό носилки, паланкин Polyb., Plut.

Greek (Liddell-Scott)

φορεῖον: τό, (φορά, φέρω) κλινίδιον, ἕδρα ἐφ’ ἧς καθήμενός τις μεταφέρεται, Λατ. sella. lectica, lectulus, Δείναρχ. 94. 41, Πολύβ. 31. 3, 18, Διογ. Λαέρτ. 5. 41, Πλουτ. Εὐμέν. 14, κλπ.· πρβλ. φοράδην. 2) κτῆνος πρὸς μεταφορὰν φορτίων, Ἑβδ. (Γεν. ΜΕϳ, 17). ΙΙ. μισθὸς ἀχθοφόρου, κόμιστρον, Πολυδ. Ζϳ, 133.

Greek Monotonic

φορεῖον: τό (φέρω), φορείο, Λατ. lectῑca, σε Δείναρχ.

Middle Liddell

φορεῖον, ου, τό, φέρω
a litter, Lat. lecti_ca, Dinarch.

Mantoulidis Etymological

Ἀπό τό φέρω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.