ἀντωνυμία: Difference between revisions

From LSJ

ἀνάγκη τὸ κινοῦν ἀντικινεῖσθαι → what incites movement must suffer a counter-movement

Source
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
(CSV import)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=η (AM [[ἀντωνυμία]])<br />κλιτό [[μέρος]] του λόγου, κλιτή [[λέξη]] χρησιμοποιούμενη [[αντί]] ονόματος ουσιαστικού ή επιθέτου που δεν αναφέρεται στον λόγο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>αντ</i>(<i>ι</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>ωνυμία</i> <span style="color: red;"><</span> -<i>ώνυμος</i> <span style="color: red;"><</span> <i>όνυμα</i>, αιολ. και δωρ. τ. του <i>όνομα</i> ([[πρβλ]]. [[επωνυμία]] [[μετωνυμία]] <b>κ.ά.</b>)].
|mltxt=η (AM [[ἀντωνυμία]])<br />κλιτό [[μέρος]] του λόγου, κλιτή [[λέξη]] χρησιμοποιούμενη [[αντί]] ονόματος ουσιαστικού ή επιθέτου που δεν αναφέρεται στον λόγο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>αντ</i>(<i>ι</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>ωνυμία</i> <span style="color: red;"><</span> -<i>ώνυμος</i> <span style="color: red;"><</span> <i>όνυμα</i>, αιολ. και δωρ. τ. του <i>όνομα</i> ([[πρβλ]]. [[επωνυμία]] [[μετωνυμία]] <b>κ.ά.</b>)].
}}
{{mantoulidis
|mantxt=(=λέξη πού χρησιμοποιεῖται [[ἀντί]] γιά [[ὄνομα]]). Ἀπό τό [[ἀντί]] + [[ὄνομα]].
}}
}}

Revision as of 14:05, 14 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀντωνῠμία Medium diacritics: ἀντωνυμία Low diacritics: αντωνυμία Capitals: ΑΝΤΩΝΥΜΙΑ
Transliteration A: antōnymía Transliteration B: antōnymia Transliteration C: antonymia Beta Code: a)ntwnumi/a

English (LSJ)

ἡ, A pronoun, D.H.Comp.6, Plu.2.1009c, etc.; περὶ ἀντωνυμίας, title of work by A.D. II interchange of names, Dam.Pr.73.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
1 gram. pronombre D.H.Comp.29.20, Plu.2.1009c, Alex.Aphr.in SE 34.25, Origenes M.17.284B, Eus.E.Th.2.19, Gr.Shorthand Man.624, περὶ ἀντωνυμίας tít. de una obra de Apolonio Díscolo, A.D.Pron.3.
2 sustituto, sinónimo de los diferentes términos aplicados a la substancia, Leont.Byz.M.86.1309B, 1904C, Dam.Pr.73.

German (Pape)

[Seite 265] (ὄνομα), ἡ, das Pronomen, Gramm.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
t. de gramm. pronom personnel.
Étymologie: ἀντώνυμος.

Russian (Dvoretsky)

ἀντωνῠμία: ἡ грам. местоимение Plut.

Greek (Liddell-Scott)

ἀντωνῠμία: ἡ, «ὁριστέον ουν τὴν ἀντωνυμίαν ὧδε· ‘λέξιν ἀντ’ ὀνόματος προσώπων ὡρισμένων παραστατικήν, διάφορον κατὰ τὴν πτῶσιν καὶ ἀριθμόν, ὅτι καὶ γένους ἐστὶ κατὰ τὴν φωνὴν ἀπαρέμφατος’» Ἀπολλών. π. Ἀντωνυμ. 10Α, Διον. Ἁλ. π. Συνθ. 2, Πλούτ. 2. 1009C.

Greek Monolingual

η (AM ἀντωνυμία)
κλιτό μέρος του λόγου, κλιτή λέξη χρησιμοποιούμενη αντί ονόματος ουσιαστικού ή επιθέτου που δεν αναφέρεται στον λόγο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αντ(ι)- + -ωνυμία < -ώνυμος < όνυμα, αιολ. και δωρ. τ. του όνομα (πρβλ. επωνυμία μετωνυμία κ.ά.)].

Mantoulidis Etymological

(=λέξη πού χρησιμοποιεῖται ἀντί γιά ὄνομα). Ἀπό τό ἀντί + ὄνομα.