χρεώστης: Difference between revisions
ἐλάττω ἔχειν γῆν τὸν ἀγρὸν ἐπιστολῆς Λακωνικῆς → own a farm smaller than a Laconian letter, own a tiny farm
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
(CSV import) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[χρεώστης]], ου, ὁ, [[χρέος]]<br />a [[debtor]], Luc. | |mdlsjtxt=[[χρεώστης]], ου, ὁ, [[χρέος]]<br />a [[debtor]], Luc. | ||
}} | |||
{{mantoulidis | |||
|mantxt=Ἀπό τό χρεώς [[ἀντί]] [[χρέος]] τοῦ [[χράομαι]]– χρῶμαι, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. | |||
}} | }} |
Revision as of 14:10, 14 October 2022
English (LSJ)
ου, ὁ, debtor, Ph.1.634, al., J.AJ3.12.3, Plu.2.101c, SIG833.9 (Epist.Hadriani), Luc.Abd.15, CIG2817.14 (Aphrodisias).
German (Pape)
[Seite 1372] ὁ, der Schuldner, Luc. abdic. 15 u. Plut.; nach Schol, Ar. Nubb. 241 att. für χρεωφειλέτης.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
débiteur.
Étymologie: χρέος.
Russian (Dvoretsky)
χρεώστης: ου ὁ должник Plut., Luc.
Greek (Liddell-Scott)
χρεώστης: -ου, ὁ, ὡς καὶ νῦν, χρεωφειλέτης, ὀφείλων χρέη, Πλούτ. 2. 101C, Λουκ. Ἀποκηρυττ. 15, Συλλ. Ἐπιγρ. 2817. 14.
Greek Monolingual
ο, ΝΑ, θηλ. χρεώστρια Α
πρόσωπο που έχει χρηματική κυρίως οφειλή, χρεωφειλέτης, οφειλέτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρέος / χρέως + κατάλ. -της].
Greek Monotonic
χρεώστης: -ου, ὁ (χρέος), οφειλέτης, σε Λουκ.
Middle Liddell
χρεώστης, ου, ὁ, χρέος
a debtor, Luc.
Mantoulidis Etymological
Ἀπό τό χρεώς ἀντί χρέος τοῦ χράομαι– χρῶμαι, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.