μονόζωνος: Difference between revisions

From LSJ

σέθεν δὲ χωρὶς οὔτις εὐδαίμων ἔφυ → without you, no one has been happy | without you Health, no one has been happy

Source
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "<span class="bibl">LXX" to "<span class="bibl">LXX")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=monozonos
|Transliteration C=monozonos
|Beta Code=mono/zwnos
|Beta Code=mono/zwnos
|Definition=ον, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[girt up alone]], i. e. [[journeying alone]], Suid., etc. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> [[μονόζωνοι]], [[οἱ]], men [[with a]] [[ζώνη]] [[only]], [[light-armed]], <span class="bibl">LXX <span class="title">4 Ki.</span>5.2</span>,al., Hsch.</span>
|Definition=ον, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[girt up alone]], i. e. [[journeying alone]], Suid., etc. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> [[μονόζωνοι]], [[οἱ]], men [[with a]] [[ζώνη]] [[only]], [[light-armed]], <span class="bibl">[[LXX]] <span class="title">4 Ki.</span>5.2</span>,al., Hsch.</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 08:50, 15 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μονόζωνος Medium diacritics: μονόζωνος Low diacritics: μονόζωνος Capitals: ΜΟΝΟΖΩΝΟΣ
Transliteration A: monózōnos Transliteration B: monozōnos Transliteration C: monozonos Beta Code: mono/zwnos

English (LSJ)

ον, A girt up alone, i. e. journeying alone, Suid., etc. II μονόζωνοι, οἱ, men with a ζώνη only, light-armed, LXX 4 Ki.5.2,al., Hsch.

German (Pape)

[Seite 203] mit einem Gürtel, μονόζωνοι, leichtbewaffnete Krieger, LXX.; zum Recognosciren gebraucht, VLL., die auch λῃσταί u. μονομάχοι erkl. – Auch wie οἰόζωνος, allein, ohne Gefolge, Schol. Soph. O. R. 846; vgl. Ruhnk. ep. cr. p. 286.

Greek (Liddell-Scott)

μονόζωνος: -ον, ἐλαφρῶς ὡπλισμένος στρατιώτης, Ἑβδ. (Β΄ Βασιλ. ΚΒ΄, 30). ― Καθόλου, εὔζωνος, ἀκροβολιστής, Ἑβδ. (Δ΄ Βασιλ. Ε΄, 2), κτλ. ΙΙ. ὁ ὁδοιπορῶν μόνος, ἴδε Ruhnk. Ep. Cr. σ. 286, ὡς τὸ μονόζωστος, οἰόζωνος.

Greek Monolingual

μονόζωνος, -ον (ΑΜ)
(ως επίθ. και ως ουσ.)
1. αυτός που φορά μία μόνο ζώνη
2. (για στρατιώτη) αυτός που είναι ελαφρά οπλισμένος
αρχ.
1. αυτός που ταξιδεύει μόνος του
2. ακροβολιστής
3. (κατά το λεξ. Σούδα) «οἵ ἔφοδοι βάρβαροι ἢ ἀπελάται μάχιμοι».
[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)- + -ζωνος (< ζώνη), πρβλ. καλλί-ζωνος, μεγαλό-ζωνος].