ποικιλτικός: Difference between revisions

From LSJ

μέγα βιβλίον ἴσον τῷ μεγάλῳ κακῷ → a big book is the same as a big bad | a big book is the same as a big pain | a big book is a big evil | big book, big bad

Source
m (Text replacement - "<span class="bibl">LXX" to "<span class="bibl">LXX")
m (Text replacement - "LXX<span" to "LXX <span")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=poikiltikos
|Transliteration C=poikiltikos
|Beta Code=poikiltiko/s
|Beta Code=poikiltiko/s
|Definition=ή, όν, [[skilful in embroidery]], <span class="bibl">Poll.7.34</span>: <b class="b3">ἡ -κή</b> (with or without [[τέχνη]]) [[embroidery]], ibid., <span class="bibl">D.H.<span class="title">Comp.</span>2</span>, <span class="bibl">Ph.1.652</span>, <span class="bibl">Vett.Val.3.21</span>; π. ἐπιστήμη <span class="bibl">[[LXX]]<span class="title">Jb.</span>38.36</span>; [[ποικιλτικά]], [[varia lectio|v.l.]] for [[ποικιλτά]], ib.<span class="bibl"><span class="title">Ex.</span>37.21</span> (<span class="bibl">38.23</span>).
|Definition=ή, όν, [[skilful in embroidery]], <span class="bibl">Poll.7.34</span>: <b class="b3">ἡ -κή</b> (with or without [[τέχνη]]) [[embroidery]], ibid., <span class="bibl">D.H.<span class="title">Comp.</span>2</span>, <span class="bibl">Ph.1.652</span>, <span class="bibl">Vett.Val.3.21</span>; π. ἐπιστήμη <span class="bibl">[[LXX]] <span class="title">Jb.</span>38.36</span>; [[ποικιλτικά]], [[varia lectio|v.l.]] for [[ποικιλτά]], ib.<span class="bibl"><span class="title">Ex.</span>37.21</span> (<span class="bibl">38.23</span>).
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 10:40, 15 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ποικῐλτικός Medium diacritics: ποικιλτικός Low diacritics: ποικιλτικός Capitals: ΠΟΙΚΙΛΤΙΚΟΣ
Transliteration A: poikiltikós Transliteration B: poikiltikos Transliteration C: poikiltikos Beta Code: poikiltiko/s

English (LSJ)

ή, όν, skilful in embroidery, Poll.7.34: ἡ -κή (with or without τέχνη) embroidery, ibid., D.H.Comp.2, Ph.1.652, Vett.Val.3.21; π. ἐπιστήμη LXX Jb.38.36; ποικιλτικά, v.l. for ποικιλτά, ib.Ex.37.21 (38.23).

German (Pape)

[Seite 651] zum Sticker, zum Sticken gehörig, dazu geschickt; ἡ ποικιλτική, sc. τέχνη, Stickerkunft, Stickerei, Sp., wie D. Hal. C. V. 3 E. – Adv., Poll. 7, 34.

Greek (Liddell-Scott)

ποικιλτικός: -ή, -όν, ἐπιδέξιος εἰς τὸ ποικίλλειν, Πολυδ. Ζ΄, 34· ― ἡ ποικιλιτικὴ (ἐξυπ. τέχνη), ὡς τὸ ποικιλία, αὐτόθι, Διον. Ἁλ. περὶ Συνθ. 2.

Greek Monolingual

-ή, -ό / ποικιλτικός, -ή, -όν, ΝΜΑ ποικιλτής
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ποικιλτή ή στην τέχνη του ποικιλτή, στη διακόσμηση υφασμάτων κυρίως με κεντήματα
2. το θηλ. ως ουσ. η ποικιλτική
(με ή χωρίς τη λέξη τέχνη) η τέχνη του ποικιλτή, της διακόσμησης υφασμάτων κυρίως με κεντήματα, η κεντητική
νεοελλ.
φρ. «ποικιλτικός ιστός»
(πετρογρ.) περιγραφικός χαρακτηρισμός ορισμένων εκρηξιγενών πετρωμάτων στα οποία ορισμένοι ακανόνιστα διεσπαρμένοι και με διαφορετικούς προσανατολισμούς κρύσταλλοι ενός ορυκτού εγκλείονται μέσα σε μεγαλύτερους κρυστάλλους ενός άλλου ορυκτού, το οποίο αποκτά διάστικτη και ποικιλόχρωμη εμφάνιση
αρχ.
1. έμπειρος, επιδέξιος στο ποίκιλμα, στη διακόσμηση υφάσματος κυρίως με κεντήματα
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ποικιλτικά
κεντημένα υφάσματα, αλλ. ποικιλτά.
επίρρ...
ποικιλτικῶς Α
με ποικιλτικό τρόπο.