irreprochable: Difference between revisions

From LSJ

Τὸ δὴ τρέφον με τοῦτ' ἐγὼ λέγω θεόν → Denn ich bezeichne das, was mich ernährt, als Gott → Denn was mir Nahrung gibt, bezeichne ich als Gott

Menander, Monostichoi, 490
mNo edit summary
mNo edit summary
Line 1: Line 1:
{{esel
{{esel
|sltx=[[ἀνυπαίτιος]], [[ἀμετάπτωτος]], [[ἄληπτος]], [[ἄβακτος]], [[ἄμυμος]], [[ἀνέλεγχος]], [[διάμεμπτος]], [[ἀπαράγραπτος]], [[ἀμύμων]], [[ἀμεμφής]], [[ἀμεμφῶς]], [[ἀμεμφέως]], [[ἄψεκτος]], [[ἀψεγής]], [[ἄμεμπτος]], [[ἄμωμος]], [[ἀνέγκλητος]], [[ἄψογος]], [[ἀνονείδιστος]], [[ἀνεπίφθονος]], [[ἄμομφος]], [[ἀνεπίπληκτος]], [[ἀμώμητος]], [[ἀδιάβολος]], [[ἀκατάγνωστος]], [[ἀνεπιτίμητος]], [[ἀνεξέλεγκτος]], [[ἀνέλεγκτος]], [[ἀκατηγόρητος]], [[ἀνεπίληπτος]], [[ἀνεύθυνος]], [[ἀκακέμφατος]]
|sltx=[[ἀνυπαίτιος]], [[ἀμεταπτώτως]], [[ἄληπτος]], [[ἄβακτος]], [[ἄμυμος]], [[ἀνέλεγχος]], [[διαμέμπτως]], [[ἀπαράγραπτος]], [[ἀμύμων]], [[ἀμεμφής]], [[ἀμεμφῶς]], [[ἀμεμφέως]], [[ἄψεκτος]], [[ἀψεγής]], [[ἀμέμπτως]], [[ἄμωμος]], [[ἀνέγκλητος]], [[ἄψογος]], [[ἀνονείδιστος]], [[ἀνεπίφθονος]], [[ἄμομφος]], [[ἀνεπίπληκτος]], [[ἀμώμητος]], [[ἀδιάβολος]], [[ἀκατάγνωστος]], [[ἀνεπιτίμητος]], [[ἀνεξέλεγκτος]], [[ἀνέλεγκτος]], [[ἀκατηγόρητος]], [[ἀνεπίληπτος]], [[ἀνεύθυνος]], [[ἀκακέμφατος]]
}}
}}

Revision as of 07:28, 18 October 2022