ἀνεπιτίμητος

From LSJ

Μήποτε γάμει γυναῖκα κοὐκ ἀνοίξεις τάφον → Eris immortalis, si non ducis mulierem → Nimm nie dir eine Frau, erspare dir dein Grab

Menander, Monostichoi, 362
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνεπιτίμητος Medium diacritics: ἀνεπιτίμητος Low diacritics: ανεπιτίμητος Capitals: ΑΝΕΠΙΤΙΜΗΤΟΣ
Transliteration A: anepitímētos Transliteration B: anepitimētos Transliteration C: anepitimitos Beta Code: a)nepiti/mhtos

English (LSJ)

[τῑ], ον,
A not to be censured, Arist.EN1154b4, etc.; τινός for a thing, D.61.54; uncriticized, Isoc.12.245.
2 unpunished, Plb.35.2.8, Onos.Praef.6, Ph.1.219.
II not estimated or rated, IG22.1241.14, cf. 2.1059.7.

Spanish (DGE)

-ον
I 1no criticado παραλείψειν ἀνεπιτίμητον τὸν λόγον Isoc.12.245
no castigado ἐὰν ἀνεπιτίμητοι διαφύγωσιν Plb.35.2.8, cf. Ph.1.219.
2 que no se puede censurar, irreprochable op. φαῦλον Arist.EN 1154b4, τῆς σῆς φιλίας ἀνεπιτίμητον sin poder ser censurado por tu amistad D.61.54.
II no tasado (τὸ χωρίον) ἀτ[ε] λὲς καὶ ἀνεπιτίμητον IG 22.1241.14(IV/III a.C.), cf. IG 22.2498.7 (IV a.C.).

German (Pape)

[Seite 225] untadelhaft, τῆς φιλίας Dem. 61, 54; Plut. Dem. 16; ungestraft, Pol. 35, 2 u. Sp.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui ne peut être blâmé.
Étymologie: , ἐπιτιμάω.

Russian (Dvoretsky)

ἀνεπιτίμητος: (τῑ)
1 не заслуживающий порицания, безупречный Isocr., Arst., Dem.: οὐδὲν ἐᾶν ἀνεπιτίμητον τῶν πραττομένων ὑπο τινος Plut. не оставлять без порицания ни одного из чьих-л. действий;
2 не подвергшийся порицанию, ненаказанный (ἀ. διαφεύγειν ἐκ τῆς πρώτης ἀμαρτίας Polyb.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀνεπιτίμητος: [τῑ], ον, ὃν δὲν δύναταί τις νὰ ἐπιτημήσῃ, νὰ ἐπιπλήξῃ, Ἰσοκρ. 284Α, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 7.14, 5, κτλ.· τινος διά τι πρᾶγμα, Δημ. 1417, 12. 2) ἀτιμώρητος, Πολύβ. 35. 2, 8. ΙΙ. ὁ μὴ ἐκτιμηθείς, μὴ ὁρισθείς, Συλλ. Ἐπιγρ. 103. 7. - Ἐπίρρ. -τως, ἀναφερόμενον ἐκ τῶν τοῦ Εὐστ. Πονηματίων.

Greek Monolingual

ἀνεπιτίμητος, -ον (Α)
εκείνος που δεν μπορεί κανείς να επιτιμήσει, να επιπλήξει
2. που δεν τιμωρήθηκε, ατιμώρητος.

Greek Monotonic

ἀνεπιτίμητος: -ον (ἐπιτιμάω), αυτός που δεν επιπλήττεται, τινος, για κάτι, σε Δημ.

Middle Liddell

ἐπιτιμάω
not to be censured, τινος for a thing, Dem.