δυσήνιος: Difference between revisions

From LSJ

πρῶτον μὲν οὖν ὄστρεια παρὰ Νηρεῖ τινι ἰδὼν γέροντι φυκί ἠμφιεσμένα ἔλαβον ἐχίνους τ' ἐστὶ γὰρ προοίμιον δείπνου χαριέντως ταῦτα πεπρυτανευμένου → So first I spotted oysters wrapped in seaweed at the shop of some old Nereus, and sea urchins, which I bought; these were the appetizers for a delightfully managed dinner

Source
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
mNo edit summary
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=dysinios
|Transliteration C=dysinios
|Beta Code=dush/nios
|Beta Code=dush/nios
|Definition=ον, (> ἀνία) = [[δυσάνιος]] ([[soon vexed]], [[ill to please]], [[vexed]], [[annoyed]]), [[ill at ease]], [[uneasy]], Hp. ''Epid.'' 3.17. ιαʹ codd.
|Definition=ον, (> [[ἀνία]]) = [[δυσάνιος]] ([[soon vexed]], [[ill to please]], [[vexed]], [[annoyed]]), [[ill at ease]], [[uneasy]], Hp. ''Epid.'' 3.17. ιαʹ codd.
}}
}}
{{DGE
{{DGE

Revision as of 11:56, 3 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δῠσήνιος Medium diacritics: δυσήνιος Low diacritics: δυσήνιος Capitals: ΔΥΣΗΝΙΟΣ
Transliteration A: dysḗnios Transliteration B: dysēnios Transliteration C: dysinios Beta Code: dush/nios

English (LSJ)

ον, (> ἀνία) = δυσάνιος (soon vexed, ill to please, vexed, annoyed), ill at ease, uneasy, Hp. Epid. 3.17. ιαʹ codd.

Spanish (DGE)

v. δυσάνιος.
-ον
difícil de contener con las riendas, indómito, fiero πῶλοι Epict.Gnom.63, Gr.Nyss.Virg.332.18, Ast.Am.Hom.10.18.1, ἵππος Poll.1.197, cf. Philostr.VA 1.13, Basil.Gent.9 (p.57), Chrys.M.49.21
fig. irrefrenable, incontrolable ἀποφορά Amph.Or.3.118, μακρὸν καὶ δυσήνιον τὸ πέλαγος Amph.Or.8.117
de pers. indómito, desobediente, difícil οὐκ ὀλίγην μοῖραν τῶν προσοικούντων βαρβάρων δυσπειθῆ καὶ δυσήνιον Them.Or.11.149c, παῖδες Clem.Al.Paed.1.11.96, c. dat. δ. νουθεσίαις Them.Or.34.460.

German (Pape)

[Seite 680] dasselbe, Sp.; Galen. und Hesych. von ἀνία, gleichsam δυσάνιος, sehr betrübt.

Russian (Dvoretsky)

δυσήνιος: непокорный, своенравный (γυνή Men.).

Greek (Liddell-Scott)

δυσήνιος: -ον, (ἡνία) = τῷ προηγ., ἀπειθής, δυσπειθής, γυνὴ Μένανδ. ἐν Ἀδήλ. 259α. Β. (ἀνία) = δυσάνιος, εὐκόλως ἀνιώμενος, μικρόλυπος, Ἱππ. Ἐπιδ. 3. 1108.

Greek Monolingual

(I)
-ια, -ιο (AM δυσήνιος, -ον)
1. (για ζώα) αυτός που δύσκολα ανέχεται χαλινάρι, ο αδάμαστος
2. απείθαρχος, ανυπότακτος.
(II)
δυσήνιος, -ον (Α)
ο δυσάνιος, αυτός που εύκολα πέφτει σε ανία.