σφωέ: Difference between revisions

From LSJ

διάνοια, ἐὰν ἐρευνᾷς τοὺς ἱεροφαντηθέντας λόγους μὲν θεοῦ, νόμους δὲ ἀνθρώπων θεοφιλῶν, οὐδὲν ταπεινὸν οὐδ᾽ ἀνάξιον τοῦ μεγέθους αὐτῶν ἀναγκασθήσῃ παραδέχεσθαι → if, O my understanding, thou searchest on this wise into the oracles which are both words of God and laws given by men whom God loves, thou shalt not be compelled to admit anything base or unworthy of their dignity

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (pape replacement)
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''σφωέ:''' ονομ. και αιτ. δυϊκ. της προσ. αντων. του γʹ προσ.· δοτ. <i>σφωΐν</i>· αυτοί οι [[δύο]], και οι δυο τους, μόνο σε αρσ. και θηλ., και [[πάντοτε]] εγκλιτ., σε Όμηρ.
|lsmtext='''σφωέ:''' ονομ. και αιτ. δυϊκ. της προσ. αντων. του γʹ προσ.· δοτ. <i>σφωΐν</i>· αυτοί οι [[δύο]], και οι δυο τους, μόνο σε αρσ. και θηλ., και [[πάντοτε]] εγκλιτ., σε Όμηρ.
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=σφωέ en σφωε [σφεῖς] pron. pers., 3 dual. nom. en acc., m. en f., dat. σφωΐν zij beiden, hen beiden.
|elnltext=σφωέ en σφωε [σφεῖς] pron. pers., 3 dual. nom. en acc., m. en f., dat. σφωΐν zij beiden, hen beiden.
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''σφωέ:''' dual. m и f к [[σφεῖς]].
|elrutext='''σφωέ:''' dual. m и f к [[σφεῖς]].
}}
{{pape
|ptext=dual. masc. und fem. des pron. person. der dritten [[Person]], <i>sie [[beide]], [[ihrer]] beider, [[ihnen]] beiden</i>; s. [[σφωΐν]].
}}
}}

Revision as of 16:31, 24 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σφωέ Medium diacritics: σφωέ Low diacritics: σφωέ Capitals: ΣΦΩΕ
Transliteration A: sphōé Transliteration B: sphōe Transliteration C: sfoe Beta Code: sfwe/

English (LSJ)

dual nom. and acc. of the Pron. of 3rd pers., of which the gen. sg. and nom. pl. are οὗ, σφεῖς (qq.v.); dat. σφωΐν:—they two, both of them, only masc. and fem., and always enclit., Il.1.8, al.; strengthened, σφωΐν ἀμφοτέροιιν Od.20.327:—the form σφώ is only found in post-Homeric Ep., as Antim.9.11 (in Il.17.531 σφω' Αἴαντε is the best reading, cf. A.D.Pron.88.24, Hdn.Gr.2.72).

French (Bailly abrégé)

encl. duel masc. et fém. du pron. pers. de la 3ᵉ pers. aux cas suiv. : nomin. sans exemples ; gén. σφωΐν, dat. σφωΐν, acc. σφωέ, par élis. σφω’ : eux deux, elles deux ; enclit. σφωῒν ἀμφοτέροιϊν OD à eux deux ensemble.

English (Autenrieth)

gen. and dat. σφωίν: dual of σφεῖς, they two, both of them, Il. 1.8, 338. Both forms are enclitic, and instead of them the pl. forms are freq. employed.

Greek Monolingual

και συγκεκομμένος τ. σφώ, Α
(ονομ. και αιτ. δυϊκ. αριθ. της προσ. αντων. του γ' προσ. η οποία χρησιμοποιείται για το αρσ. και θηλ. και πάντοτε ως εγκλιτ.) αυτοί οι δύο, αμφότεροι («τίς τ' ἄρ' σφωε θεῶν ἔριδι ξυνέηκε μάχεσθαι;», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. σφεῖς.

Greek Monotonic

σφωέ: ονομ. και αιτ. δυϊκ. της προσ. αντων. του γʹ προσ.· δοτ. σφωΐν· αυτοί οι δύο, και οι δυο τους, μόνο σε αρσ. και θηλ., και πάντοτε εγκλιτ., σε Όμηρ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σφωέ en σφωε [σφεῖς] pron. pers., 3 dual. nom. en acc., m. en f., dat. σφωΐν zij beiden, hen beiden.

Russian (Dvoretsky)

σφωέ: dual. m и f к σφεῖς.

German (Pape)

dual. masc. und fem. des pron. person. der dritten Person, sie beide, ihrer beider, ihnen beiden; s. σφωΐν.