τριτώ: Difference between revisions

From LSJ

κρεῖττον σιωπᾶν ἐστιν ἢ λαλεῖν μάτην → it's better to keep silence than to speak without reason (Menander)

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (pape replacement)
Line 15: Line 15:
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />-άω, Α [[τρίτος]]<br />(για τη νέα [[σελήνη]]) [[είμαι]] τριών ημερών.<br /><b>(II)</b><br />ἡ, Α<br /><b>1.</b> το [[κεφάλι]]<br /><b>2.</b> <b>ως κύρ. όν.</b> <i>Τριτώ</i><br />η [[Τριτογένεια]], η Αθηνά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το κύριο όν. <i>Τριτώ</i> ως [[προσωνυμία]] της Αθηνάς [[είναι]] υποκορ. [[σχηματισμός]] με [[απόσπαση]] του α' συνθετικού της λ. [[Τριτογένεια]] και [[επίθημα]] -<i>ώ</i>, που εμφανίζεται σε θηλ. ονόματα (<b>πρβλ.</b> <i>Λητ</i>-<i>ώ</i>). Το προσηγορικό [[τριτώ]], εξάλλου, έχει θεωρηθεί αιολ. τ. με σημ. «[[κεφαλή]]», αν και πρόκειται [[μάλλον]] για αμφίβολη λ.].
|mltxt=<b>(I)</b><br />-άω, Α [[τρίτος]]<br />(για τη νέα [[σελήνη]]) [[είμαι]] τριών ημερών.<br /><b>(II)</b><br />ἡ, Α<br /><b>1.</b> το [[κεφάλι]]<br /><b>2.</b> <b>ως κύρ. όν.</b> <i>Τριτώ</i><br />η [[Τριτογένεια]], η Αθηνά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το κύριο όν. <i>Τριτώ</i> ως [[προσωνυμία]] της Αθηνάς [[είναι]] υποκορ. [[σχηματισμός]] με [[απόσπαση]] του α' συνθετικού της λ. [[Τριτογένεια]] και [[επίθημα]] -<i>ώ</i>, που εμφανίζεται σε θηλ. ονόματα (<b>πρβλ.</b> <i>Λητ</i>-<i>ώ</i>). Το προσηγορικό [[τριτώ]], εξάλλου, έχει θεωρηθεί αιολ. τ. με σημ. «[[κεφαλή]]», αν και πρόκειται [[μάλλον]] για αμφίβολη λ.].
}}
{{pape
|ptext=ἡ, = [[κεφαλή]], Gramm. S. [[Τριτογένεια]], nom. pr.
}}
}}

Revision as of 16:33, 24 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρῑτώ Medium diacritics: τριτώ Low diacritics: τριτώ Capitals: ΤΡΙΤΩ
Transliteration A: tritṓ Transliteration B: tritō Transliteration C: trito Beta Code: tritw/

English (LSJ)

ἡ, A = κεφαλή, v. Τριτογένεια. II Τρῑτώ, οῦς, ἡ, = Τριτογένεια, AP6.194.

Greek (Liddell-Scott)

τρῑτώ: ἡ, = κεφαλή, ἴδε ἐν λ. Τριτογένεια. ΙΙ. Τρῑτώ, οῦς, ἡ, = Τριτογένεια, Ἀνθ. Π. 6, 194.

Greek Monolingual

(I)
-άω, Α τρίτος
(για τη νέα σελήνη) είμαι τριών ημερών.
(II)
ἡ, Α
1. το κεφάλι
2. ως κύρ. όν. Τριτώ
η Τριτογένεια, η Αθηνά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το κύριο όν. Τριτώ ως προσωνυμία της Αθηνάς είναι υποκορ. σχηματισμός με απόσπαση του α' συνθετικού της λ. Τριτογένεια και επίθημα -ώ, που εμφανίζεται σε θηλ. ονόματα (πρβλ. Λητ-ώ). Το προσηγορικό τριτώ, εξάλλου, έχει θεωρηθεί αιολ. τ. με σημ. «κεφαλή», αν και πρόκειται μάλλον για αμφίβολη λ.].

German (Pape)

ἡ, = κεφαλή, Gramm. S. Τριτογένεια, nom. pr.