διαβύω: Difference between revisions
ὄρνιθι γὰρ καὶ τὴν τότ᾽ αἰσίῳ τύχην παρέσχες ἡμῖν → for it was by a good omen that you provided that past fortune to us
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (pape replacement) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[διαβύω]] (Α)<br />ωθώ, [[εισάγω]], [[διαπερνώ]] [[έτσι]] ώστε να φράξω [[κάτι]]. | |mltxt=[[διαβύω]] (Α)<br />ωθώ, [[εισάγω]], [[διαπερνώ]] [[έτσι]] ώστε να φράξω [[κάτι]]. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=([[βύω]]), <i>durch eine [[Öffnung]] [[hineinstoßen]], -[[stopfen]]</i>, Hippocr. | |||
}} | }} |
Revision as of 16:34, 24 November 2022
English (LSJ)
thrust through, ἐς τὸ στόμα Hp.Superf.5:—Med. (from δια-βυνέω), διαβυνέονται ὀϊστοὺς διὰ τῆς ἀριστερῆς they pass arrows through their left hand, Hdt.4.71:—Pass. (from δια-βύνω), πηδάλιον διὰ τῆς τρόπιος διαβύνεται is passed through the keel, Id.2.96.
Greek (Liddell-Scott)
διαβύω: ὠθῶ οὕτως ὥστε νὰ φράξω, νὰ στουπώσω, Ἱππ. 260. 48. - Μέσ. (ἐκ τοῦ -βυνέω), διαβυνέονται ὀϊστοὺς διὰ τῆς ἀριστερῆς, διαπερῶσι βέλη διὰ τῆς ἀριστερᾶς των χειρός, Ἡρόδ. 4. 71.- Παθ., πηδάλιον διὰ τῆς τρόπιος διαβύνεται (ἴσως -έεται), κατασκευάζεται οὕτως ὥστε νὰ περᾷ διὰ τῆς τρόπιδος, ὁ αὐτ. 2. 96.
Greek Monolingual
διαβύω (Α)
ωθώ, εισάγω, διαπερνώ έτσι ώστε να φράξω κάτι.
German (Pape)
(βύω), durch eine Öffnung hineinstoßen, -stopfen, Hippocr.