λήσμων: Difference between revisions
From LSJ
καὶ ὑποθέμενος κατὰ τῆς κεφαλῆς φέρειν τὰς πληγάς, ὡς ἐν ἐκείνῃ τοῦ τε κακοῦ τοῦ πρὸς ἀνθρώπους → and having instructed them to bring their blows against the head, seeing that the harm to humans ... (Josephus, Antiquities of the Jews 1.50)
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (pape replacement) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[λήσμων]], -ον (Α)<br />[[επιλήσμων]], [[ξεχασιάρης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>λᾱθ</i>-<i>μων</i> (<span style="color: red;"><</span> θ. <i>λᾱθ</i>- του [[λανθάνω]], [[[πρβλ]]. [[λήθη]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>μων</i>), [[πρβλ]]. [[γνώμων]], [[τλήμων]]. Το -<i>σ</i>- του τ. αναλογικά [[προς]] τους άλλους του [[λανθάνω]] με -<i>σ</i>- ([[πρβλ]]. [[λήστις]])]. | |mltxt=[[λήσμων]], -ον (Α)<br />[[επιλήσμων]], [[ξεχασιάρης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>λᾱθ</i>-<i>μων</i> (<span style="color: red;"><</span> θ. <i>λᾱθ</i>- του [[λανθάνω]], [[[πρβλ]]. [[λήθη]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>μων</i>), [[πρβλ]]. [[γνώμων]], [[τλήμων]]. Το -<i>σ</i>- του τ. αναλογικά [[προς]] τους άλλους του [[λανθάνω]] με -<i>σ</i>- ([[πρβλ]]. [[λήστις]])]. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=ον, <i>[[vergessend]], [[vergeßlich]]</i>, erst Sp., wie Themist., τινός. | |||
}} | }} |
Revision as of 16:35, 24 November 2022
English (LSJ)
ον, gen. ονος, (λήθω) unmindful, Them.Or.22.268c.
Greek (Liddell-Scott)
λήσμων: -ον, γεν. -ονος, (λήθω) ἐπιλήσμων, μὴ σκεπτόμενος περί τινος, ἀδιάφορος, Θεμίστ. 268C.
Greek Monolingual
λήσμων, -ον (Α)
επιλήσμων, ξεχασιάρης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λᾱθ-μων (< θ. λᾱθ- του λανθάνω, [[[πρβλ]]. λήθη + επίθημα -μων), πρβλ. γνώμων, τλήμων. Το -σ- του τ. αναλογικά προς τους άλλους του λανθάνω με -σ- (πρβλ. λήστις)].
German (Pape)
ον, vergessend, vergeßlich, erst Sp., wie Themist., τινός.