διάνημα: Difference between revisions

From LSJ

γελᾷ δ' ὁ μωρός, κἄν τι μὴ γέλοιον ᾖ → the fool laughs even when there's nothing to laugh at

Source
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})(\n{{elnl.*}})" to "$4$3$1$2")
m (pape replacement)
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=διάνημα -ατος, τό [διανήθω] draad.
|elnltext=διάνημα -ατος, τό [διανήθω] draad.
}}
}}
{{elru
{{elru
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[διάνημα]], το (Α) [[διανέω]]<br /><b>1.</b> η [[κλώση]], το [[κλώσιμο]]<br /><b>2.</b> η [[κλωστή]], το [[νήμα]].
|mltxt=[[διάνημα]], το (Α) [[διανέω]]<br /><b>1.</b> η [[κλώση]], το [[κλώσιμο]]<br /><b>2.</b> η [[κλωστή]], το [[νήμα]].
}}
{{pape
|ptext=τό, <i>das [[Gespinnst]], der [[Faden]]</i>, Plat. <i>Polit</i>. 309b.
}}
}}

Revision as of 16:39, 24 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διάνημα Medium diacritics: διάνημα Low diacritics: διάνημα Capitals: ΔΙΑΝΗΜΑ
Transliteration A: diánēma Transliteration B: dianēma Transliteration C: dianima Beta Code: dia/nhma

English (LSJ)

ατος, τό, that which is spun, a thread, Pl.Plt.309b.

Spanish (DGE)

-ματος, τό entramado fig., Pl.Plt.309b.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

διάνημα -ατος, τό [διανήθω] draad.

Russian (Dvoretsky)

διάνημα: ατος τό νέω III] нити, пряжа Plat.

Greek (Liddell-Scott)

διάνημα: τὸ κλωσθέν, κλωστή, νῆμα, Πλάτ. Πολιτ. 309Β.

Greek Monolingual

διάνημα, το (Α) διανέω
1. η κλώση, το κλώσιμο
2. η κλωστή, το νήμα.

German (Pape)

τό, das Gespinnst, der Faden, Plat. Polit. 309b.