ὑφήσσων: Difference between revisions
From LSJ
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
m (pape replacement) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=ὑφ-ήσσων, ονος,<br />[[somewhat]] [[less]] or smaller, Hes. | |mdlsjtxt=ὑφ-ήσσων, ονος,<br />[[somewhat]] [[less]] or smaller, Hes. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=gen. ονος, <i>etwas [[geringer]], ein [[wenig]] [[jünger]]</i>, Hes. <i>Sc</i>. 258. | |||
}} | }} |
Revision as of 16:41, 24 November 2022
English (LSJ)
ον, gen. ονος, of lesser stature, Hes.Sc.258.
French (Bailly abrégé)
ων, ον ; gén. ονος;
un peu plus petit.
Étymologie: ὑπό, ἥσσων.
Russian (Dvoretsky)
ὑφήσσων: 2, gen. ονος несколько меньший Hes.
Greek (Liddell-Scott)
ὑφήσσων: -ον, γεν. ονος, ὀλίγον τι μικρότερος κατὰ τὸ ἀνάστημα, ἢ κατώτερον βαθμὸν ἔχων, ἡ μὲν ὑφήσσων Ἄτροπος οὔτι πέλειν μεγάλη θεὸς Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρακλ. 258, ἔνθα ὁ Τζέτζ. ἐλαχιστοτέρα τὸ ὑφήσσων καὶ ἀποδίδει αὐτὸ εἰς τὴν Λάχεσιν ἐσφαλμένως.
Greek Monolingual
ὑφήσσον, Α
ο κάπως πιο κοντός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + ἥσσων / ἥττων «μικρότερος»].
Greek Monotonic
ὑφήσσων: -ον, γεν. -ονος, κάπως κατώτερος ή μικρότερος, σε Ησίοδ.
Middle Liddell
ὑφ-ήσσων, ονος,
somewhat less or smaller, Hes.