κορώνιος: Difference between revisions
From LSJ
ἔκβαλε πρῶτον ἐκ τοῦ ὀφθαλμοῦ σοῦ τὴν δοκόν, καὶ τότε διαβλέψεις ἐκβαλεῖν τὸ κάρφος ἐκ τοῦ ὀφθαλμοῦ τοῦ ἀδελφοῦ σου → first take the plank out of your own eye, and then you will see clearly to remove the speck from your brother's eye
m (pape replacement) |
|||
Line 15: | Line 15: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[κορώνιος]], -ον (Α) [[κορώνη]]<br /><b>1.</b> αυτός που έχει καμπύλα κέρατα<br /><b>2.</b> (<b>το αρσ. ως κύριο όν.</b>) <i>ὁ Κορώνιος</i> (ενν. <i>μήν</i>)<br />[[ονομασία]] [[μήνα]] στην Κνωσό<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ κορώνιον</i><br />[[είδος]] φυτού. | |mltxt=[[κορώνιος]], -ον (Α) [[κορώνη]]<br /><b>1.</b> αυτός που έχει καμπύλα κέρατα<br /><b>2.</b> (<b>το αρσ. ως κύριο όν.</b>) <i>ὁ Κορώνιος</i> (ενν. <i>μήν</i>)<br />[[ονομασία]] [[μήνα]] στην Κνωσό<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ κορώνιον</i><br />[[είδος]] φυτού. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=<i>[[gekrümmt]], [[krummhornig]]</i>, Hesych. | |||
}} | }} |
Revision as of 16:42, 24 November 2022
English (LSJ)
ον, A with crumpled horns, Hsch. II Κορώνιος, ὁ (sc. μήν), name of month at Cnossus, GDI5015.28.
Greek (Liddell-Scott)
κορώνιος: -ον, «μηνοειδῆ ἔχων κέρατα βοῦς» Ἡσύχ.; ἀμφίβολ.
Greek Monolingual
κορώνιος, -ον (Α) κορώνη
1. αυτός που έχει καμπύλα κέρατα
2. (το αρσ. ως κύριο όν.) ὁ Κορώνιος (ενν. μήν)
ονομασία μήνα στην Κνωσό
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ κορώνιον
είδος φυτού.
German (Pape)
gekrümmt, krummhornig, Hesych.