κοπιώδης: Difference between revisions
From LSJ
φιλοκαλοῦμέν τε γὰρ μετ' εὐτελείας καὶ φιλοσοφοῦμεν ἄνευ μαλακίας → our love of what is beautiful does not lead to extravagance; our love of the things of the mind does not makes us soft
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
m (pape replacement) |
||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext= | |elnltext=κοπιώδης -ες [κοπιάω] afmattend. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=ες, = [[κοπώδης]], Arist. <i>Probl</i>. 5.40. | |||
}} | }} |
Revision as of 16:42, 24 November 2022
English (LSJ)
ες, = κοπώδης, Hp.Epid.1.26.5, Arist.Pr.885b2: Comp., ib.a17; κ. πυρετοί Hp.Prorrh.1.142, Gal.7.626.
Russian (Dvoretsky)
κοπιώδης: утомительный (οἱ περίπατοι Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
κοπιώδης: -ες, = κοπώδης (ἂν μὴ τοῦτ’ αὐτὸ ἀναγνωστέον), Ἱππ. Ἐπιδημ. 1. 982, Ἀριστ. Προβλ. 5. 40, 1.
Greek Monolingual
-ες (Α κοπιώδης, -ῶδες) κοπιώ
1. επίπονος, κοπιαστικός, κουραστικός (α. «κοπιώδης εργασία» β. «καί τών άλλων πόνοι κοπιώδεα τρόπον», Ιπποκρ.)
2. οχληρός, φορτικός.
επίρρ...
κοπιωδώς
κοπιαστικά, κουραστικά.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κοπιώδης -ες [κοπιάω] afmattend.
German (Pape)
ες, = κοπώδης, Arist. Probl. 5.40.