εὐήχητος: Difference between revisions
From LSJ
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
m (pape replacement) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[ἠχέω]]<br />well-[[sounding]], [[tuneful]], Eur.: [[loud]]-[[sounding]], Eur. | |mdlsjtxt=[[ἠχέω]]<br />well-[[sounding]], [[tuneful]], Eur.: [[loud]]-[[sounding]], Eur. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=*[[εὐήχητος]], <i>[[schönklingend]]</i>, nur in dor. Form [[εὐάχητος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 16:43, 24 November 2022
English (LSJ)
Dor. εὐάχητος [α], ον, = εὐηχής (well-sounding, tuneful, euphonious), ὕμνοι E. Ion 884 (lyr.) ; loud-sounding, πόντος Id. Hipp. 1272 (lyr.).
Russian (Dvoretsky)
εὐήχητος: = εὐάχητος и εὐηχής.
Greek (Liddell-Scott)
εὐήχητος: Δωρ. εὐάχητος ᾱ, ον, = τῷ προηγ., Εὐρ. Ἴων 884· μεγάλως ἠχῶν, ὁ αὐτ. ἐν Ἱππ. 1272.
Greek Monolingual
εὐήχητος και δωρ. τ. εὐάχητος, -ον (Α)
1. ο ευηχής («εὐαχήτους ὕμνους», Ευρ.)
2. (για θάλασσα) ηχηρός, βουερός («εὐάχητος πόντος», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + ηχητός < ηχώ < ηχή «ήχος»].
Greek Monotonic
εὐήχητος: Δωρ. εὐ-άχ-[ᾱ], -ον (ἠχέω), αυτός που ηχεί, ακούγεται καλά, εύηχος, μελωδικός, σε Ευρ.· αυτός που ηχεί ισχυρά, ακούγεται δυνατά, στον ίδ.
Middle Liddell
ἠχέω
well-sounding, tuneful, Eur.: loud-sounding, Eur.
German (Pape)
- εὐήχητος, schönklingend, nur in dor. Form εὐάχητος.