ὑψερεφής: Difference between revisions

From LSJ

ἐν τυφλῶν πόλεϊ γλαμυρός βασιλεύει → in the land of the blind, the one-eyed man is king

Source
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (pape replacement)
Line 30: Line 30:
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=ὑψ-ερεφής, ές [[ἐρέφω]]<br />[[high]]-[[roofed]], [[high]]-[[vaulted]], Hom., Ar.
|mdlsjtxt=ὑψ-ερεφής, ές [[ἐρέφω]]<br />[[high]]-[[roofed]], [[high]]-[[vaulted]], Hom., Ar.
}}
{{pape
|ptext=ές, <i>mit hohem Dache, [[hochbedacht]]</i>; [[δῶμα]], oft bei Hom., auch [[θάλαμος]], <i>Il</i>. 9.582; [[ναός]] Ar. <i>Nub</i>. 306. S. auch [[ὑψηρεφής]] und [[ὑψόροφος]].
}}
}}

Revision as of 16:44, 24 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑψερεφής Medium diacritics: ὑψερεφής Low diacritics: υψερεφής Capitals: ΥΨΕΡΕΦΗΣ
Transliteration A: hypserephḗs Transliteration B: hypserephēs Transliteration C: ypserefis Beta Code: u(yerefh/s

English (LSJ)

ές, high-roofed, high-vaulted, ὑ. μέγα δῶμα Il.5.213, 19.333; χαλκοβατὲς δῶ ὑψερεφές Od. 13.5; δώματα 4.757; ναός Ar.Nu. 306 (lyr.):—also ὑψηρεφής, ές, ὑψηρεφέος θαλάμοιο Il.9.582.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
c. ὑψηρεφής.

Russian (Dvoretsky)

ὑψερεφής: с высокой кровлей (δῶμα Hom.; ναός Arph.).

Greek (Liddell-Scott)

ὑψερεφής: -ές, ὁ ἔχων ὑψηλὴν ὀροφήν, ὑψ. μέγα δῶμα Ἰλ. Ε. 213, Τ. 333, Ὀδ.· χαλκοβατὲς δῶ ὑψερεφὲς Ν. 4· δώματα Δ. 757· ναὸς Ἀριστοφ. Νεφ. 305· ― ὡσαύτως ὑψηρεφής, ές, ὑψηρεφέος θαλάμοιο Ἰλ. Ι. 578. ― Πρβλ. ὑψόροφος.

English (Autenrieth)

ές (ἐρέφω), ὑψηρεφής: high-roofed.

Greek Monolingual

και ὑψηρεφής, -ές, Α
1. αυτός που έχει ψηλή οροφή, ψηλοτάβανος («ὑψερεφές μέγα δῶμα», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψι «ψηλά» + -ερεφής / -ηρεφής (< ἐρέφω), πρβλ. ἀμφ-ηρεφής].

Greek Monotonic

ὑψερεφής: -ές (ἐρέφω), αυτός που έχει ψηλή οροφή, αυτός που έχει ψηλό θόλο, καμάρα, σε Όμηρ., Αριστοφ.

Middle Liddell

ὑψ-ερεφής, ές ἐρέφω
high-roofed, high-vaulted, Hom., Ar.

German (Pape)

ές, mit hohem Dache, hochbedacht; δῶμα, oft bei Hom., auch θάλαμος, Il. 9.582; ναός Ar. Nub. 306. S. auch ὑψηρεφής und ὑψόροφος.