λαθίπονος: Difference between revisions

From LSJ

Οἱ βασιλεῖς τῇ ἐγκυκλοπαιδείᾳ, αὐτὴ τοῖς βασιλεῦσι (Salamanca inscription) → The kings for the university, and the university for the kings

Source
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (pape replacement)
Line 27: Line 27:
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=λᾱθί-πονος, ον [[λήθη]]<br />[[forgetful]] of [[sorrow]], Soph.; [[βίοτος]] ὀδυνᾶν λ. a [[life]] [[forgetful]] of [[pain]], Soph.
|mdlsjtxt=λᾱθί-πονος, ον [[λήθη]]<br />[[forgetful]] of [[sorrow]], Soph.; [[βίοτος]] ὀδυνᾶν λ. a [[life]] [[forgetful]] of [[pain]], Soph.
}}
{{pape
|ptext=[ᾱ], <i>die [[Mühen]], den [[Kummer]] [[vergessend]]</i>, [[Αἴας]], Soph. <i>Aj</i>. 697, Schol. [[ἐπιλήσμων]] τῆς λύπης; – <i>den [[Kummer]] [[vergessen]] [[machend]]</i>, λαθίπονον ὀδυνᾶν βίοτον, <i>[[Trach]]</i>. 1017 (vom Schol. τὴν λαθ. [[ἴασιν]] erkl.), nach Musgr. Conj.
}}
}}

Revision as of 16:49, 24 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λᾱθίπονος Medium diacritics: λαθίπονος Low diacritics: λαθίπονος Capitals: ΛΑΘΙΠΟΝΟΣ
Transliteration A: lathíponos Transliteration B: lathiponos Transliteration C: lathiponos Beta Code: laqi/ponos

English (LSJ)

[ῐ], ον, (λήθη) forgetful of sorrow, S.Aj.711 (lyr.); βίοτος ὀδυνᾶν λαθίπονος = a life forgetting, i.e. free from, pain, Id.Tr.1021 (hex.).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 qui oublie ses douleurs;
2 qui fait oublier la fatigue.
Étymologie: dor. p. *ληθίπονος, de λήθη et πόνος.

Russian (Dvoretsky)

λᾱθίπονος: (ῐ)
1) забывающий (свои) скорби (Αἴας Soph.);
2) дающий забвение печали (λ. ὀδυνᾶν βίοτος Soph.).

Greek (Liddell-Scott)

λᾱθίπονος: -ον, (λήθη) ἐπιλήσμων τοῦ κόπου, λησμονῶν τὴν ὀδύνην, τὴν λήθην, Σοφ. Αἴ. 711 (λυρ.)· βίοτος ὀδυνᾶν λ., βίος λησμονῶν τὰς ὀδύνας, δηλ. ἀπηλλαγμένος ὀδυνῶν, ὁ αὐτ. ἐν Τρ. 1021 (λυρ.).

Greek Monolingual

λαθίπονος, -ον (Α)
1. αυτός που λησμονεί τους κόπους («ὅτ' Αἴας λαθίπονος πάλιν», Σοφ.)
2. αυτός που έχει απαλλαγεί από τη λύπη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λαθι- (βλ. λαθικηδής) + πόνος «κόπος»].

Greek Monotonic

λᾱθίπονος: [ῐ], -ον (λήθη), αυτός που λησμονεί, που ξεχνά την οδύνη, τον πόνο, σε Σοφ.· βίοτος ὀδυνᾶν λαθίπονος, ζωή απαλλαγμένη από πόνο, στον ίδ.

Middle Liddell

λᾱθί-πονος, ον λήθη
forgetful of sorrow, Soph.; βίοτος ὀδυνᾶν λ. a life forgetful of pain, Soph.

German (Pape)

[ᾱ], die Mühen, den Kummer vergessend, Αἴας, Soph. Aj. 697, Schol. ἐπιλήσμων τῆς λύπης; – den Kummer vergessen machend, λαθίπονον ὀδυνᾶν βίοτον, Trach. 1017 (vom Schol. τὴν λαθ. ἴασιν erkl.), nach Musgr. Conj.