τριγωνίζω: Difference between revisions

From LSJ

Μακάριος, ὅστις οὐσίαν καὶ νοῦν ἔχειFelix, qui mentem cum divitiis possidet → Glückselig, wer Vermögen und Vernunft besitzt

Menander, Monostichoi, 340
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (pape replacement)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=ΝΑ [[τρίγωνον]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[δίνω]] σε [[κάτι]] [[σχήμα]] τριγώνου<br /><b>2.</b> [[διαιρώ]] μια [[επιφάνεια]] σε τρίγωνα για [[καταμέτρηση]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[πολλαπλασιάζω]] επί [[τρία]], [[τριπλασιάζω]] («[[ταῦτα]] [[πεντάκις]] τριγωνισθέντα τὸν ἐκκείμενον ἀριθμὸν παρέσχεν;», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> έχω [[σχήμα]] παραπλήσιο με το [[σχήμα]] του τριγώνου («ἡ γὰρ δὴ Μερόη... ἐστὶ [[νῆσος]] τριγωνίζουσα», Ηλιόδ.).
|mltxt=ΝΑ [[τρίγωνον]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[δίνω]] σε [[κάτι]] [[σχήμα]] τριγώνου<br /><b>2.</b> [[διαιρώ]] μια [[επιφάνεια]] σε τρίγωνα για [[καταμέτρηση]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[πολλαπλασιάζω]] επί [[τρία]], [[τριπλασιάζω]] («[[ταῦτα]] [[πεντάκις]] τριγωνισθέντα τὸν ἐκκείμενον ἀριθμὸν παρέσχεν;», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> έχω [[σχήμα]] παραπλήσιο με το [[σχήμα]] του τριγώνου («ἡ γὰρ δὴ Μερόη... ἐστὶ [[νῆσος]] τριγωνίζουσα», Ηλιόδ.).
}}
{{pape
|ptext=<b class="num">1</b> <i>[[dreieckig]] [[machen]]</i>, intr., <i>ein [[Dreieck]] [[bilden]]</i>; bei Plut. <i>def. Or</i>. 12 = <i>mit drei multiplizieren</i>.<br><b class="num">2</b> <i>das Tonwerkzeug [[τρίγωνον]] [[spielen]], VLL</i>.
}}
}}

Revision as of 16:49, 24 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρῐγωνίζω Medium diacritics: τριγωνίζω Low diacritics: τριγωνίζω Capitals: ΤΡΙΓΩΝΙΖΩ
Transliteration A: trigōnízō Transliteration B: trigōnizō Transliteration C: trigonizo Beta Code: trigwni/zw

English (LSJ)

A multiply by three, Plu.2.416b (Pass.).
2 represent as a triangular number, Nicom.Ar.2.8 (Pass.).
II intr., to be triangular, νῆσος τριγωνίζουσα Hld.10.5:—Pass., τετριγωνίσθαι assume triangular form, Plot.2.6.2; ὁ ὀδοὺς τριγωνίζεται Hippiatr.95.
III Astrol., to be in trine aspect, Ptol.Tetr.115, Man.4.266: c. acc., Ἑρμῆς Δία τριγωνίζων Vett.Val.73.26; Ζῆνα τριγωνίζων Φαίνων Orph.Fr. 286.

French (Bailly abrégé)

rendre triangulaire, élever un nombre à la puissance triangulaire (cf. τρίγωνος).
Étymologie: τρίγωνος.

Russian (Dvoretsky)

τρῐγωνίζω: множить на три, утраивать: πεντάκις τριγωνισθείς Plut. пять раз утроенный.

Greek (Liddell-Scott)

τρῐγωνίζω: παρὰ Πλουτ. 2. 416C, τριπλασιάζω, πολλαπλασιάζω ἐπὶ τρία, διότι λέγει ὅτι ὁ ἀριθμὸς τεσσαράκοντα πεντάκις τριγωνισθεὶς = 9720. ΙΙ. ἀμεταβ., ἔχω σχῆμα παραπλήσιον τριγώνῳ, νῆσος τριγωνίζουσα, περὶ τῆς νήσου Μερόης (περὶ ἧς Διόδ. ὁ Σικελ. (1. 33) καὶ Στράβων (821) λέγουσιν ὅτι εἶχε σχῆμα θυρεοειδές), Ἡλιόδ. 10. 5, πρβλ. Μανέθωνα 4. 266.

Greek Monolingual

ΝΑ τρίγωνον
νεοελλ.
1. δίνω σε κάτι σχήμα τριγώνου
2. διαιρώ μια επιφάνεια σε τρίγωνα για καταμέτρηση
αρχ.
1. πολλαπλασιάζω επί τρία, τριπλασιάζωταῦτα πεντάκις τριγωνισθέντα τὸν ἐκκείμενον ἀριθμὸν παρέσχεν;», Πλούτ.)
2. έχω σχήμα παραπλήσιο με το σχήμα του τριγώνου («ἡ γὰρ δὴ Μερόη... ἐστὶ νῆσος τριγωνίζουσα», Ηλιόδ.).

German (Pape)

1 dreieckig machen, intr., ein Dreieck bilden; bei Plut. def. Or. 12 = mit drei multiplizieren.
2 das Tonwerkzeug τρίγωνον spielen, VLL.