λυσίκακος: Difference between revisions
From LSJ
Πρόσεχε τῷ ὑποκειμένῳ ἢ τῇ ἐνεργείᾳ ἢ τῷ δόγματι ἢ τῷ σημαινομένῳ. → Look to the essence of a thing, whether it be a point of doctrine, of practice, or of interpretation.
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (pape replacement) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=λῡσί-κᾰκος, ον [[κακόν]]<br />[[ending]] [[evil]], Theogn. | |mdlsjtxt=λῡσί-κᾰκος, ον [[κακόν]]<br />[[ending]] [[evil]], Theogn. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=[ῡ], <i>Übel, [[Unglück]] [[auflösend]], [[beseitigend]]</i>, Theogn. 476. Bei Hesych. Erkl. von [[λαθικηδής]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 16:50, 24 November 2022
English (LSJ)
ον, ending evil, ὕπνος Thgn.476.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui délivre des maux.
Étymologie: λύω, κακός.
Greek (Liddell-Scott)
λῡσίκᾰκος: -ον, καταπαύων τὸ κακόν, Θέογν. 476· κ. ἀλλ. λησικ-.
Greek Monolingual
λυσίκακος, -ον (Α)
αυτός που απαλλάσσει από τις συμφορές («λυσίκακος ὕπνος», Θέογν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < λυσι- + κακός (πρβλ. αλεξίκακος, αρχέκακος)].
Greek Monotonic
λῡσίκᾰκος: [ῐ], -ον (κακόν), αυτός που σταματάει το κακό, σε Θέογν.
Middle Liddell
λῡσί-κᾰκος, ον κακόν
ending evil, Theogn.
German (Pape)
[ῡ], Übel, Unglück auflösend, beseitigend, Theogn. 476. Bei Hesych. Erkl. von λαθικηδής.