λαοφθόρος: Difference between revisions
From LSJ
ἀμείνω δ' αἴσιμα πάντα (Odyssey VII.310 / XV.71) → all things are better in moderation
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (pape replacement) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[φθείρω]]<br />ruining the [[people]], [[destructive]], c. gen., Theogn. | |mdlsjtxt=[[φθείρω]]<br />ruining the [[people]], [[destructive]], c. gen., Theogn. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=[ᾱ], <i>Volk, [[Menschen]] [[verderbend]], [[vertilgend]]</i>, [[στάσις]], Theogn. 779. | |||
}} | }} |
Revision as of 16:51, 24 November 2022
English (LSJ)
ον,
A ruining the people, destructive, ruinous c.gen., στάσις Ἑλλήνων λ. Thgn.781.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui détruit ou perd le peuple.
Étymologie: λαός, φθείρω.
Greek (Liddell-Scott)
λᾱοφθόρος: -ον, καταστρέφων τὸν λαόν, καταστρεπτικός, μετὰ γεν., Θέογν. 781.
Greek Monolingual
λαοφθόρος, -ον (Α)
αυτός που καταστρέφει τον λαό, ο καταστρεπτικός για τους ανθρώπους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λαο- + -φθόρος (< φθείρω), πρβλ. ανδροφθόρος, κοσμοφθόρος.
Greek Monotonic
λᾱοφθόρος: (φθείρω), -ον, αυτός που καταστρέφει τον λαό, καταστρεπτικός, ολέθριος, με γεν., σε Θέογν.
Middle Liddell
φθείρω
ruining the people, destructive, c. gen., Theogn.
German (Pape)
[ᾱ], Volk, Menschen verderbend, vertilgend, στάσις, Theogn. 779.